Διαπιστώσεις με θλίψη μιας καλλιτέχνιδας, της Άλκιστις Πρωτοψάλτη. Και έχει δίκιο
Στον επίσημο ιστότοπο της η Άλκιστις Πρωτοψάλτη περιγράφει κάπως έτσι το βιογραφικό της: Γεννήθηκα στην Αλεξάνδεια της Αιγύπτου από Έλληνες γονείς. Μέχρι την ηλικία 7 ετών ζήσαμε στην Αλεξάνδρεια και ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Σουέζ. Η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας και της μητέρας μου από την Χίο.
Τα παιδικά μου χρόνια κύλησαν πολύ ευτυχισμένα και τα θυμάμαι με αγάπη: Τα ζεστά απογεύματα στην Αλεξάνδρεια, τις βόλτες με τον παππού μου, τη μυρωδιά της θάλασσας, τα ηλιοβασιλέματα, το θρόισμα από τους φοίνικες που στόλιζαν την παραλία, τους ψαράδες με τα καλάμια τους, το τραμ, τις καραμέλες αργισούς, τις βόλτες με το αυτοκίνητο στη Σαχάρα... Tο μαγαζάκι με τα χρωματιστά τζάμια που έφτιαχνε φαλάφελ και πίτες ζεστές απέναντι από το σπίτι μας ήταν αυτό που πρόσφατα ξύπνησε τις παιδικές μου μνήμες και θυμήθηκα την γειτονιά των πρώτων χρόνων της ζωής μου. Το σπίτι μας σήμερα δεν υπάρχει πια. Έχει αντικατασταθεί από ένα πολυώροφο κτίριο, το Δικαστικό Μέγαρο Αλεξάνδρειας.
Τις αταξίες μου, τις θυμάμαι περισσότερο από τις περιγραφές της μητέρας μου, ήμουνα πραγματικά θηρίο! Στο σπίτι μας στο Σουέζ υπήρχε μία μεσοτοιχία με μία σκάλα ξύλινη, ίσια και ψηλή στην οποία η μαμά απεγνωσμένα κάθε φορά με παρακαλούσε να μην ανεβαίνω. Φυσικά εγώ, όπου «μη» μέσα! Μια φορά ανέβηκα στην κορυφή της, κι έπεσα μέσα σ' ένα σκουπιδοτενεκέ που ήταν από κάτω. Το αποτέλεσμα ήταν να με κάνουν μπάνιο με πετρέλαιο!!! Ήμουν αεικίνητη και δεν έτρωγα το φαγητό μου, γι αυτό και είχανε βρει το εξής κόλπο: είχανε φτιάξει ένα φίδι με πανί, το φοράγανε στο χέρι και το κινούσανε στο τζάμι για να με φοβίσουν... Κάποια μέρα όμως, η θεία μου είχε ξεχάσει στο δάκτυλό της την δακτυλήθρα που έραβε και έτσι ανακάλυψα την... σκευωρία.
Το σχολείο μου ήταν το Αβερώφειο, ένα σχολείο που άφησε εποχή στην Αλεξάνδρεια και το οποίο δυστυχώς τώρα έχει ελάχιστους μαθητές. Το επισκέφθηκα πρόσφατα και οι μνήμες ζωντάνεψαν αμέσως. Το προαύλιο του σχολείου, ο ιστός της ελληνικής σημαίας, το γήπεδο που κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις, οι βρύσες που τότε δεν τις έφτανα για να πιω νερό. Μετά από τόσα χρόνια είναι ακόμη εκεί ο ίδιος επιστάτης, ο οποίος έψαξε και βρήκε τους καταλόγους εγγραφής της χρονιάς μου: Άλκηστης Σεβαστή Αττικιουζέλ του Σταύρου και της Μαρίας. Μου άρεσε πάρα πολύ το όνομα που διάλεξε η μητέρα μου για μένα, κυρίως για την ριζοσπαστική της απόφαση να έχω ένα όνομα που δεν ακολουθεί την οικογενειακή κληρονομιά. Όσο για το Σεβαστή, ήταν απαίτηση του παπά, ο οποίος δεν δεχόταν μόνο το αρχαίο ελληνικό Άλκηστης.
Ο πατέρας μου ήταν χειρούργος οδοντίατρος και η μητέρα μου δασκάλα. Ήταν και οι δύο πολύ αυστηροί αλλά ταυτόχρονα πολύ τρυφεροί. Με αγαπούσαν πάρα πολύ -καθ΄ ότι ήμουν και μοναχοκόρη- και συχνά αυτό το εκμεταλλευόμουνα. Η σχέση μου με τον πατέρα μου ήταν εξαιρετική -όσο θυμάμαι- και δεν μου χάλαγε ποτέ χατίρι. Υπήρχαν φορές που με πήγαινε στον κινηματογράφο και τον υποχρέωνα να ξαναδούμε την ταινία πάλι από την αρχή. Εξακολουθώ να είμαι φανατική φίλη του κινηματογράφου. Μου αρέσουν κυρίως οι περιπέτειες, οι ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο και οι επιστημονικής φαντασίας.
Αλλά επειδή είναι μεγάλο, η ίδια το συμπληρώνει συνέχεια, διαβάστε το ΕΔΩ.
Κι εδώ δείτε ένα κείμενο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και της αποδίδεται:
«Ναι, θα έφευγα! Όχι επειδή υπάρχει κρίση. Όχι επειδή οι δουλειές είναι δύσκολες. Όχι επειδή με ζορίζει το δάνειο. Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα που οι συμπατριώτες μου μάλλον δεν αγαπούν, τελικά. Μιας και αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει. Δεν μιλώ για τους φοροφυγάδες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές και τα πάσης φύσεως λαμόγια.
Μιλώ για μια πολύ μεγαλύτερη απειλή. Φοβάμαι την μάζα, που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την πάρτη της, τον παρά της, τον κύκλο της, το σπίτι της, αδιαφορώντας παντελώς για ό,τι κοινό. Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα ούτε καν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς —και, βέβαια, δεν έχει και κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο —συνήθως αυτός λέγεται κράτος, όταν δεν λέγεται μα……— να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του: Από το να του βρει δουλειά μέχρι να του καθαρίσει τα σκαλιά όταν χιονίσει.
Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος. Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ και ευχαριστώ. Πετάει το σκουπίδι του στον δρόμο. Καπνίζει στο εστιατόριο, γιατί έτσι γουστάρει. Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά στο σούπερ μάρκετ, στα τυριά. Και αν του το υπενθυμίσει κάποιος, ενοχλείται μεγαλοφώνως. Βγάζει τον σκύλο του βόλτα —αν τον βγάλει— και δεν διανοείται να μαζέψει τα περιττώματά του. Το μπαλκόνι του είναι η αποθήκη του, και στα παλιά του τα παπούτσια αν εσύ πίνεις καφέ με θέα την σκεβρωμένη σιδερένια ντουλάπα και τις δύο σφουγγαρίστρες. Κτίζει τριώροφο, και σε κάθε βεράντα βάζει άλλα κάγκελα —λες και τα πήρε ρετάλια από καλάθι. Ακούει ότι έγινε κάτι καλό, και αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκκο στην φάβα.
Δεν τον θέλω πια στην καθημερινότητά μου αυτόν τον συνάνθρωπο. Έχει καταστρέψει την πατρίδα μου. Είναι μίζερος, και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του. Ναι, λοιπόν. Αν ήμουν δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ ή τριάντα οκτώ ετών, θα ήμουν κολλημένη σε έναν υπολογιστή, και θα έψαχνα τα jobopportunities ανά τον κόσμο. Θα έφευγα, όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά, αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου.
Τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου —της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού. Την χαρά του να κυκλοφορώ ελεύθερα στον δρόμο, να παίρνω το λεωφορείο όποτε θέλω, και να μου λέει καλημέρα η ταμίας στο σουπερμάρκετ. Και ας ήταν γκρίζος ο ουρανός, και ας μην είχε θάλασσα. Το τίμημα που πληρώνουμε για αυτόν τον γαλανό ουρανό, ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟ.
Δυστυχώς, δεν είμαι ούτε δεκαοκτώ, ούτε εικοσιοκτώ, ούτε τριάντα οκτώ. Αλλά κοιτάζω πού και πού, λάγνα, τις αγγελίες στο guardianjobs και δεν δυσκολεύομαι καθόλου να με δω να φεύγω».
Σχόλια (0)