Ένα θεατρικό έργο του Νίκου Αδαμακόπουλου
Στην όμορφη Κερατέα, εκεί που θάλασσα σκάει το κύμα της, είναι το κτήμα του Νίκου και της Σοφίας «ΝΙΚΟΛΟΣΟΦΟ» το λέει ο ίδιος. Εκεί ζουν δυο υπέροχοι άνθρωποι που γέμισαν τη ζωή μου με τη γνωριμία μας.
Όσοι διάβαζαν το Blog μου θα θυμούνται ίσως για ποιους ανθρώπους μιλάω αφού γι’ αυτούς έχω γράψει αρκετές φορές. Αφορμή για το τωρινό σημείωμά μου είναι το e-mail που πήρα από τον καλό μου φίλο Γιώργο Κρικώνη με το φετινό πόνημά τους, ένα πολύ όμορφο θεατρικό έργο, μαζί με τις ευχές για «καλή χρονιά, δημιουργική και γεμάτη πολιτισμό».
Το γραφτό του Νίκου Αδαμακόπουλου φέρει τον τίτλο «Αμαλία - Η χαρά της Ζωής» και αυτοχαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα ως «ένας ύμνος στο Θείο δώρο: τη Ζωή και τον Έρωτα». Πρόκειται για ένα εξαιρετικό θεατρικό έργο που όπως λέει ο ίδιος στον πρόλογό του «Είναι κάποιοι άνθρωποι που ζουν, υπάρχουν, κυκλοφορούν ανάμεσά μας ανεξάρτητα ηλικίας, που πατούν γερά στη γη, απολαμβάνουν τη ζωή που είναι γεμάτη έρωτες, χαρές, ευτυχία, πίκρες, αγωνίες, απογοητεύσεις, αλλά συγχρόνως υπερίπτανται σαν δροσερό ανοιξιάτικο πρωινό αεράκι, σαν ζέφυρος πνιγμένος μέσα στις μυρωδιές και ευωδιές μιας ελπιδοφόρας νέας ζωής. Σε όλη τους τη ζωή ο χρόνος ποτέ δεν τους άγγιξε, πάντα νέοι ακαταμάχητοι, σαν φάροι μιας υποδειγματικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας με τεράστια δύναμη ψυχής. Σε αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνω αυτό το θεατρικό έργο».
Το έργο είναι 26 σελίδες Α4. Κι αν έχετε λίγο χρόνο στη διάθεσή σας αξίζει να τον αφιερώσετε και να το διαβάσετε. Έχω την άδεια του συγγραφέα και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.
Πατήστε το κουμπί, κάτω δεξιά στο σημείωμα αυτό «Διαβάστε περισσότερα» και θα το δείτε ολόκληρο. Ευχαριστώ από καρδιάς κ. Νίκο για το υπέροχο γιορτινό δώρο…
Αμαλία η Χαρά της Ζωής
Πράξη 1η
Αφηγητής: Αρχές Σεπτέμβρη, μια μέρα όπως σχεδόν όλες. Ο φθινοπωρινός ήλιος πλησιάζει να δύσει. Οι τελευταίες ακτίνες προσπαθούν να ζωντανέψουν τα χρώματα των λουλουδιών. Έξω στους δρόμους να τρέχουν τα τσιριχτά μηχανάκια, τα αυτοκίνητα με τους βιαστικούς επιβάτες να κάνουν ουρά στα φανάρια, ν’ ακούγεται από την απέναντι πολυκατοικία ο νεαρός με την κιθάρα του να τραγουδάει λατινοαμερικάνικη μουσική. Μέσα στο δωμάτιο με την ανοιχτή τρίφυλλη μπαλκονόπορτα, με τις πολύχρωμες κουρτίνες τραβηγμένες στις άκρες, μια γυναίκα κάθεται και διαβάζει. Μέσα στο δωμάτιο ένας μικρός καναπές, ένα στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες απλές, ένα μικρό Ζιγκόν με λουλούδια στο βάζο.
Γυναίκα: Παναγία Παρθένα κάνε το θαύμα σου, βάλε μυαλό στους ανθρώπους. Συνέχεια σκοτωμοί – βιασμοί, τρομοκρατικές επιθέσεις σ’ όλο τον κόσμο με εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες, ορφανά παιδιά, χήρες γυναίκες. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί με το πρόσχημα ότι το Ιράκ έχει πυρηνικά όπλα, κήρυξαν τον πόλεμο. Χιλιάδες οι νεκροί, κατεστραμμένες πόλεις γεφύρια - μουσεία, ένας πολιτισμός χιλιάδων ετών σχεδόν καταστράφηκε. Πριν λίγους μήνες οι Ισραηλίτες πάλι με κάποιο πρόσχημα εισβάλουν στη λωρίδα της Γάζας, βομβαρδίζουν νοσοκομεία – σχολεία, ισοπεδώνουν πόλεις. Πάλι χιλιάδες οι νεκροί, οι ακρωτηριασμένοι, τα ορφανά. Παναγιά μου τι διαβάζω, είναι φρίκη. Αφγανή μητέρα καμικάζι, πριν ανατιναχτεί στον αέρα, άφησε ένα σημείωμα που έλεγε: «Αγαπώ τα παιδιά μου όσο το Θεό, αλλ’ αγαπώ περισσότερο την πατρίδα μου». Άλλες Σουλιώτισσες, άλλοι τριακόσιοι του Λεωνίδα, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
[ Χτυπάει το τηλέφωνο ].
Θα ’ναι η αδελφή μου, κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο την ίδια ώρα.
[Σηκώνει το τηλέφωνο].
Γειά σου Πηνελόπη, τι κάνεις; Εγώ είμαι καλά, διάβαζα όπως ξέρεις την εφημερίδα του συχωρεμένου του άνδρα μου. Τι να σου πω αδελφούλα μου: πόλεμοι – σκοτωμοί – τραυματίες.
Φωνή από το τηλέφωνο: Μαρίκα, δεν φαντάζομαι να ’χεις ξεχάσει ότι απόψε γιορτάζουμε με το Θανάση τα είκοσι πέντε χρόνια έγγαμου βίου. ΄Ασε τα πέντε γνωριμίας, περιμένω κι εσένα και τον αγαπητό ανιψιό μου τον Παύλο.
Γυναίκα: Να με συγχωρείς αδελφούλα μου, εγώ δε θα μπορέσω να ’ρθω, γιατί έχω ραντεβού με το λογιστή. Πρέπει να φτιάξουμε τις καταστάσεις του Φ.Π.Α., να τις πάω τη Δευτέρα στην εφορία. Ο Παύλος όμως θα ’ρθει οπωσδήποτε.
Φωνή από το τηλέφωνο: Δε μου λες Μαρίκα, πως τα πας με την κοπέλα από την Αλβανία που την έχεις στο μαγαζί και τι έγινε η υπόθεση με τον άνδρα της ;
Γυναίκα: Τι να σου πω Πηνελόπη. Θαυμάσιος άνθρωπος η κοπέλα από τη δουλειά στο σπίτι. Ξέρεις, έχει δύο μικρά παιδιά. Της έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη, ούτε για τα παιδιά της δεν παίρνει όταν της δίνω κανένα δώρο. Σου λέω, θαυμάσιος άνθρωπος. Όσο για τον άνδρα της, τον έχει ξεγράψει. Δε λέω, ήταν λεβέντης, αλλά όταν τον έστειλε ένας μηχανικός που δούλευε σ’ αυτόν να φτιάξει μια μάνδρα σε μια ζωντοχήρα σ’ ένα εξοχικό έξω από την Κερατέα, αυτή εκτίμησε δεόντως τη λεβεντιά του και τον έβαλε στο κρεβάτι. Έτσι ο προκομμένος δεν ξαναγύρισε πίσω στην οικογένειά του.
Φωνή από το τηλέφωνο: Μαρίκα, πες του Παύλου ότι τον περιμένουμε ο Θανάσης κι εγώ. ΄Εχω φωνάξει και το ζεύγος Λυρίδη, του γνωστού εισαγωγέα αυτοκινήτων, να ’ρθουν μαζί με τις δύο κόρες τους, όπως σου έχω πει. Θέλουν να γνωρίσουν τον Παύλο, τους έχω μιλήσει. Δεν ξέρεις, μπορεί να γίνει κάτι με μια απ’ τις κοπέλες. ΄Ετσι ο Παύλος θα βρει χρηματοδότη, γιατί ο κ. Λυρίδης έχει πολλά λεφτά για να σηκώσει πολυκατοικία.
Γυναίκα: Να είσαι καλά Πηνελόπη μου. ΄Οπως σου έχω πει, ο Παύλος από τότε που πέθανε ο πατέρας του έχει κλεισθεί λίγο στον εαυτό του. Ξέρεις πόσο τον αγαπούσε, τον είχε σαν πρότυπο, του ’χει μοιάσει σε πολλά. Δεν έχει πολλά λόγια, επιμελής σ’ όλα. Να δεις πως έχει τη ντουλάπα του, τη βιβλιοθήκη, το γραφείο του. ΄Οπως ξέρεις είναι και θρήσκος, πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, παρακολουθεί με κατάνυξη τη λειτουργία, όχι όπως εμείς που πάμε για να κάνουμε κουτσομπολιό. Συνεπής με όλους τους λογαριασμούς και πρώτος στο Πολυτεχνείο. Μου είπε ότι καθηγητής του θα τον προτείνει για υποτροφία. Βέβαια βγαίνει στη Θεσσαλονίκη με συμφοιτητές και συμφοιτήτριες, αλλά δεν έχω καταλάβει να ’χει δεσμό σοβαρό. Μείνε ήσυχη αδελφούλα μου, θα ’ρθει σίγουρα. Χρόνια πολλά και στους αργυρούς γάμους σας. Αύριο που θα ’χει φύγει ο Παύλος, θα ’ρθω από το μεσημέρι να φάμε και θα κάτσω μέχρι το βράδυ, να δοκιμάσω και την ωραία τούρτα, που πάντα την κάνεις εξαιρετική. Να μου φυλάξεις ένα κομμάτι.
[ Μπαίνει στο χώρο ο Παύλος χαρούμενος ]
Παύλος: Μητέρα είμαι έτοιμος. Τακτοποίησα τα ρούχα μου στις βαλίτσες, τα βιβλία μου στον ειδικό σάκο. Αύριο το πρωί με την ευχή σου θα ταξιδέψω για Θεσσαλονίκη. Ο καιρός είναι περίφημος, θα κάνω ξεκούραστο ταξίδι και θ’ απολαύσω τη διαδρομή.
Γυναίκα: [ Τον αγκαλιάζει, τον φιλάει ].
Παύλο, ολόιδιος ο πατέρας σου παιδί μου. Ήταν πάντα τακτικός, νοικοκύρης, επιμελής σ’ όλα του. Κατόρθωσε με την εργατικότητά και την επιμέλεια του να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, να φτιάξει αυτό το διώροφο σπίτι από ένα μικρό μαγαζάκι που νοίκιασε όταν παντρευτήκαμε. Δούλευε σκληρά από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Από τις οικονομίες αγοράσαμε το οικόπεδο και σιγά – σιγά κτίσαμε αυτή την οικοδομή, κάτω μαγαζί και πάνω κατοικία. Παύλο, ήσουνα το καμάρι του. ΄Οταν του ’φερνες τους βαθμούς πάντα με άριστα, μου έλεγε: « Μαρίκα, ο Παύλος τα παίρνει τα γράμματα στα θετικά μαθήματα, έχει σ’ όλα είκοσι. Θέλω να γίνει Πολιτικός μηχανικός, να βλέπω έξω από τις πολυκατοικίες να γράφει: «Παύλος Αποστόλη Σταθόπουλος, Πολιτικός Μηχανικός». Να κάθομαι μακριά να καμαρώνω. Να λέω, Αποστόλη, οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι. Μπορεί να δούλευες από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά ο γιος σου έγινε Πολιτικός Μηχανικός ».
Παύλος: Μητέρα, με συγκινείς πάρα πολύ. Αγαπώ τον πατέρα μου όσο το Θεό. Θα του είμαι ευγνώμων σ’ όλη μου τη ζωή. Το πρώτο μεγάλο έργο που θα φτιάξω, θα το αφιερώσω στον πατέρα μου.
Γυναίκα: Παύλο, διάβασα στην εφημερίδα ότι οι Ανώτατες Σχολές θ’ ανοίξουν σε δεκαπέντε μέρες. Εσύ γιατί φεύγεις πιο νωρίς;
Παύλος: Πάω πιο νωρίς γιατί θέλω να ενημερώσω τη γραμματεία της Σχολής για το μεταπτυχιακό και να βρω τον καθηγητή μου να τον πληροφορήσω ότι αποφάσισα να συνεχίσω μεταπτυχιακές σπουδές. Μην στενοχωριέσαι που θα πάω στο εξωτερικό. Θα ζητήσω να ’ρθω στην Αθήνα, στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο και έτσι θα μ’ έχεις κοντά σου.
Γυναίκα: Παύλο, με πήρε στο τηλέφωνο η αδερφή μου. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάει και θέλει να πάμε το βράδυ στο σπίτι τους, γιατί γιορτάζουν τους αργυρούς τους γάμους με το θείο σου. Εγώ δεν μπορώ να πάω, γιατί έχω ραντεβού με το λογιστή για το Φ.Π.Α. για να καταθέσω τη Δευτέρα τις καταστάσεις. Της υποσχέθηκα ότι θα πας εσύ, μην της χαλάσουμε το χατίρι της θείας σου, εξ άλλου είσαι ο μόνο κληρονόμος της.
Παύλος: Δε θέλω μητέρα να σε στεναχωρήσω. Θα πάω στη θεία, θα φύγω όμως λιγάκι νωρίς, γιατί θέλω να ξεκινήσω πολύ πρωί για τη Θεσσαλονίκη, να μη συναντήσω πολλά αυτοκίνητα. Πάω στο δωμάτιό μου να ντυθώ κι έρχομαι.
[ Βγαίνει μετά από λίγα λεπτά]
Γυναίκα: Είσαι κούκλος, ολόιδιος ο πατέρας σου. Καημένε Αποστόλη, πιστεύω να μας βλέπεις από ’κει που είσαι και να ’σαι ευτυχισμένος. Πάμε, να πάω κι εγώ στο μαγαζί.
[ Πιασμένοι χέρι – χέρι, Μάνα και γιος φεύγουν ]
Πράξη 2η
Αφηγητής: Ο ήλιος είχε δύσει λίγη ώρα πριν. Μερικά βιαστικά αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους στον καθαρό ουρανό. Σιγά – σιγά άρχισαν να πυκνώνουν τα μικρά λαμπάκια πάνω απ’ τις πολυκατοικίες, να εμφανίζεται η ολοστρόγγυλη σελήνη, χαμογελαστή να χρυσώνει με το φως της τις κεραίες τηλεόρασης πάνω στις ταράτσες. Στο πάρκο μερικοί νοσταλγοί της παλιάς Αθήνας μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τραγουδάνε τα αξέχαστα παλιά τραγούδια. Ένας χώρος κλασσικού μεσαίου εισοδήματος. Ένα στρογγυλό τραπέζι, γύρω καρέκλες, δύο πολυθρόνες μπροστά ένα τραπεζάκι, βάζο με λουλούδια, φωτογραφίες, πίνακες ζωγραφικής. Στις δύο πολυθρόνες κάθεται ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, κοιτάζοντας τρυφερά ο ένας τον άλλο, η γυναίκα κρατάει με αγάπη το χέρι του άνδρα.
Γυναίκα: Θανάση μου, πως πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια γάμου και πέντε γνωριμίας, νομίζω ότι ήταν σαν χθες.
Θανάσης: Σ’ όλη μου τη ζωή θα θυμάμαι την πρώτη μας γνωριμία. Εσένα την κοπελίτσα με τη μεγάλη κοτσίδα, να κρέμεται μέχρι τη μέση, τα κατακόκκινα μάγουλα, τα μεγάλα μαύρα μάτια, τη ντροπαλή, που ήλθε στο γκισέ μου στην Τράπεζα που δούλευα να με ρωτήσει για το γραμμάτιο που ’χε χαθεί.
Γυναίκα: Μ’ είχε στείλει ο πατέρας μου να πληρώσω ένα γραμμάτιο. Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με Τράπεζα. Ο ταμίας δεν έβρισκε το γραμμάτιο και μου λέει να πας σ’ αυτόν τον κύριο εκεί, τον λένε Σταθάτο, αυτός θα το βρει. Ήλθα συνεσταλμένη – ντροπαλή όπως ήμουν, σου εξέθεσα την περίπτωση. Εσύ Θανάση με κοίταξες, πρόσεξα μέσα στα μάτια σου μια παράξενη λάμψη, πρωτόγνωρη για μένα, με εξυπηρέτησες γρήγορα, αφού μου ’πες να καθίσω σε μια καρέκλα απέναντί σου. Άρχισες να με ρωτάς τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου κι άλλα. Πριν φύγω μου ’πες: « Ό,τι θέλετε δεσποινίς, θα ’μαι ευτυχής να σας εξυπηρετήσω. Έτσι Θανάση άρχισε η γνωριμία μας, για να γίνει ένας μεγάλος έρωτας που κατέληξε σε γάμο. Αργήσαμε να παντρευτούμε γιατί είχες δύο αδελφές ελεύθερες κι έπρεπε να τις τακτοποιήσεις, μια κι ήσουνα σαν πατέρας τους μετά τον ξαφνικό θάνατό του.
Θανάσης: Δε θα ξεχάσω Πηνελόπη την υπομονή σου, να με περιμένεις πέντε χρόνια να παντρέψω τις αδελφές μου. Η αγάπη μας, ο έρωτάς μας δεν ήταν κάτι το προσωρινό, το επιφανειακό, αλλά ένα βαθύ αίσθημα βασισμένο στους δυνατούς δεσμούς, στις αμοιβαίες υποχωρήσεις και στο σεβασμό του ενός από τον άλλον.
Γυναίκα: Θανάση, ο Θεός δεν μας έδωσε παιδιά. Μετά το ατύχημα που ’χα όταν με κτύπησε η μοτοσικλέτα, όταν ήμουνα οκτώ μηνών έγκυος, έχασα τότε το παιδί, αλλά έζησα. Θυμάσαι Θανάση ήταν αγόρι. Σήμερα θα το είχαμε στο τραπέζι, θα καθόταν το αγόρι μαζί μας, θα ήταν ολόκληρος άνδρας 24 χρόνων, μπορεί να είχαμε κι εγγόνια. Ο Θεός είναι μεγάλος Θανάση, έχω εσένα πλάι μου που μ’ αγαπάς, με φροντίζεις για τη μικρή αναπηρία που έχω.
Θανάσης: Πηνελόπη να ευχαριστούμε το Θεό που έζησες, δεν πειράζει που είσαι λίγο ανάπηρη, δεν σου φαίνεται. Εξ άλλου έχουμε τον Παύλο τονανιψιό μας, της αδελφής σου. Τον έχουμε σαν παιδί μας και από τότε που σκοτώθηκε ο πατέρας του, ό,τι θέλει τον βοηθάω.
[ Κτυπάει το κουδούνι τρεις φορές.
Η γυναίκα παίρνει τη μαγκούρα πάει κι ανοίγει την πόρτα ].
Γυναίκα: Καλώς τους, καλώς την αξιότιμη οικογένεια του κ. Λυρίδη. Καλά τι μεγάλο πακέτο είν’ αυτό που φέρνετε, δε φαντάζομαι να ’ναι δώρο στους γάμους μας ;
[ Μπαίνουν μέσα στο σαλόνι ο κ. Λυρίδης, η γυναίκα
κι η κόρη του ].
Λυρίδης: [Κρατώντας το τεράστιο πακέτο με χρυσό χαρτί και πολύχρωμες κορδέλες] Χρόνια Πολλά και καλά, όχι μόνο στους αργυρούς, αλλά και στους χρυσούς και στους πλατινένιους.
[ Αφήνει το πακέτο στο τραπέζι ]
Πήγα που λες αγαπητέ Θανάση στο καλύτερο κι ακριβότερο ζαχαροπλαστείο. Λέω στον μαγαζάτορα: Βάλε απ’ όλα τα είδη, πάστες, μιλφέιγ, μπακλαβάδες, ζαχαρωτά. Γέμισέ τα με ό,τι καλύτερο έχεις. Ο ζαχαροπλάστης μου λέει: κ. Λυρίδη, σε στρατόπεδο πάτε να κεράσετε τους φαντάρους ; ΄Οχι χρυσέ μου του λέω, το πάω σ’ ένα ζευγάρι ωραίων φίλων που γιορτάζουν τους αργυρούς γάμους. Να το τυλίξεις με χρυσά χαρτιά και πολλές κορδέλες.
Γυναίκα: Περάστε – περάστε κ. και κ. Λυρίδη, τι χαριτωμένη που είναι η κόρη σας. Δεν ήταν ανάγκη να μας γεμίσετε με γλυκά, αλλά έτσι είναι όσοι έχουν λεφτά, το δείχνουν.
Λυρίδης: Χαρά στο πράγμα, τα λεφτά είναι να τα ξοδεύει κανείς. Να σας συστήσω την κόρη μου τη Μαρίνα, έχει μεγάλη μόρφωση. Γαλλικά, Αγγλικά, Κομπιούτερ, πιάνο, μπαλέτο, όπως αξίζει σε κοπέλες της καλής κοινωνίας. Η άλλη η μικρή έχει εξετάσεις στο πιάνο και δεν θα ’ρθει, σας ζητά να τη συγχωρέσετε.
Γυναίκα: κ. Λυρίδη, δεν θα συνεχίσει η Μαρίνα σε ανώτατες σχολές να γίνει μια επιστήμων, μια καθηγήτρια ή ό,τι άλλο θέλει;
Λυρίδης: Να γίνει καθηγήτρια η κόρη μου ; Ας γελάσω. Να τη διορίσουν σε κανένα κατσικοχώρι, να ζει μέσα σ’ ένα δωμάτιο χωρίς τζακούζι, με πρόβατα δίπλα της και να παίρνει 1.200 ευρώ το μήνα, δηλαδή 25.000 ευρώ το χρόνο, να πληρώνει ενοίκιο, να τρώει βρωμοφαγητά, να ζει σαν γύφτος; Οι κόρες μου κ. Σταθάτου έχουν μάθει να ζουν σαν πριγκίπισσες, η κάθε μια να ’χει το δικό της δωμάτιο με εσωτερικό λουτρό, με υδρομασάζ, με πλέι ρουμ. Η βίλα που μένουμε έχει 350 τετραγωνικά μέτρα επιφάνεια, με εξωτερική πισίνα, κήπο, κλουβιά με εξωτικά πουλιά. Κυρία και Κύριε Σταθάτου, να ’ναι καλά η κυβέρνηση που με την επιδότηση και την απόσυρση των παλαιών αυτοκινήτων εγώ πούλησα πάνω από 2.000 αυτοκίνητα πολυτελείας, δηλαδή Μαζεράτι – Πόρσε – Μερσεντές. ΄Ασε μικρού κυβισμού, μέσα σε τρεις μήνες έβγαλα καθαρά κέρδη πάνω από 13.000.000 ευρώ, όσα η κόρη μου σαν καθηγήτρια δεν θα ’παιρνε ούτε αν δούλευε εκατό χρόνια. Τις κόρες μου τις έχω εξασφαλίσει, όπως και τα εγγόνια μου. Έχω αγοράσει σε κάθε μια από ένα ρετιρέ 250 τετραγωνικά μέτρα στο Κολωνάκι. Εκεί που μένουν οι πρωθυπουργοί, όπως ο Σημίτης. Το καθένα έχει τέσσερα υπνοδωμάτια, με δικό του μπάνιο το καθένα, ενώ δωμάτιο του ζεύγους έχει μποντουάρ, δύο λίβινγκ ρούμ, χωριστή τραπεζαρία, κουζίνα, χώρο για ανάπαυση. Με τζακούζι και πλέι ρουμ. Μ’ εξαιρετική θέα σ’ όλη την Αθήνα και στη φωταγωγημένη Ακρόπολη. Όταν θα ’ρθει η ώρα να παντρευτούν, θα τους βρω στη μεγάλη έναν επιστήμονα, Πολιτικό Μηχανικό, ένα καλό παιδί όπως μου λέτε ότι είναι ο ανιψιός σας. Θα τον χρηματοδοτήσω βέβαια, πάντα με την επίβλεψή μου, ν’ αρχίσει να σηκώνει πολυκατοικίες, γιατί δεν βλέπω ότι τα’ αυτοκίνητα θα ’χουν πολύ μέλλον. Και δε νομίζω ότι θα γίνει άλλη απόσυρση. Για τη μικρή θα βρω ένα γιατρό γυναικολόγο, με διδακτορικό. Θα φτιάξουμε μια κλινική γιατί ο άνθρωπος όσο ζει θα γεννά παιδιά κι έτσι μια τέτοια κλινική θα κάνει χρυσές δουλειές. Κυρία Σταθάτου το χρήμα είναι αυτό που, άμα το έχεις, ανεβαίνεις κοινωνικά.
Γυναίκα: κ. Λυρίδη, ο ανιψιός μου ο Παύλος είναι θαυμάσιο παιδί, εξαιρετικός επιστήμονας. Ο καθηγητής του, του έχει προτείνει να κάνει μεταπτυχιακό. Ο Θεός να δώσει να ενωθούν τα παιδιά.
Αφηγητής: Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει η κ. Σταθάτου.
κ. Σταθάτου: Ναι, μάλιστα κ. Αμαλία εγώ είμαι, ευχαριστώ. Σας περιμένουμε, ο Θανάσης θα σας περιμένει στην εξώπορτα να σας συνοδεύσει.
[Γυρίζει στην οικογένεια Λυρίδη]
Ήταν η κ. Αμαλία Περλεντέ, του γνωστού μεγαλοδικηγόρου του Ποινικολόγου. Θα ’ρθει σε λίγο. Θα γνωρίσετε μια κυρία της παλιάς ωραίας Αθήνας. Μια κυρία των μεγάλων δεξιώσεων στη Μεγάλη Βρετανία, στο Παλάτι. Μια κυρία που συχνά την καλούσαν σε συναυλίες μεγάλων τραγουδιστών, σε πρεμιέρες θεάτρων και της Λυρικής Σκηνής. Μια κυρία που την έχει παρασημοφορήσει ο Βασιλεύς Παύλος για την εθελοντική προσφορά της ως Βασικό Μέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κι ο αξέχαστος Υπουργός Γιώργος Γεννηματάς, διότι έχει δώσει πάνω από πενήντα φορές αίμα σαν εθελόντρια.
[ Γυρίζει προς το Θανάση και του λέει]
Θανάση σε παρακαλώ πήγαινε ν’ ανοίξεις την εξώπορτα και με τρόπο να βοηθήσεις την κ. Αμαλία ν’ ανέβει τις σκάλες και μην ξεχνάς ότι είναι 84 χρόνων.
[Γυρίζει προς την οικογένεια Λυρίδη]
Που λέτε κ. Λυρίδη, η κ. Αμαλία δεν έχει οικονομικό πρόβλημα. Από την αντιπαροχή πήραν τέσσερα διαμερίσματα, έχει και τη σύνταξη του άνδρα της. Με τα χρήματα που παίρνει βοηθάει πολλές οικογένειες μεταναστών κι ανθρώπων με αναπηρίες. Γεμίζει το αυτοκίνητο του γιου της με τρόφιμα και είδη ρουχισμού και τα μοιράζει σε μετανάστες. Πήρε ένα ειδικό αυτοκίνητο σ’ έναν ανάπηρο. Αν κι έχει κάνει πριν δέκα χρόνια πέντε μπαϊ – μπάς, δεν το βάζει κάτω. Κάθε πρωί βάζει το μεγάλο άσπρο καπέλο με τα χρωματιστά φτερά, πηγαίνει στο απέναντι πάρκο, μιλάει με τις μικρομάνες, φιλεύει τα παιδιά γλυκίσματα, περπατάει λίγη ώρα και μετά γυρίζει στο σπίτι.
[ Κτυπάει το κουδούνι. Η κ. Σταθάτου σηκώνεται, παίρνει τη μαγκούρα,
πάει προς την πόρτα του διαμερίσματος]
κ. Σταθάτου: Περάστε – περάστε, καλώς ορίσατε στην παρέα μας. Κυρία Περλεντέ μεγάλη τιμή να σας έχουμε μαζί μας.
[ Εισέρχεται στο χώρο η κ. Περλεντέ, μια γυναίκα αορίστου ηλικίας, ψηλή ντυμένη άψογα, μ’ ένα μεγάλο καπέλο άσπρο στο κεφάλι με πολύχρωμα φτερά, κρατώντας μια ανθοδέσμη ].
κ. Περλεντέ: Σας εύχομαι από καρδιάς χρόνια πολλά αγαπητοί φίλοι. Ο μεγάλος Θεός να σας χαρίζει ευτυχία – υγεία – χαρά και πάντα ενωμένοι. Σας φέρνω αυτά τα σπάνιας ομορφιάς ορχεοειδή, που οι Μεξικανοί τα ’χουν σαν σύμβολο ευτυχίας κι αυτό το σπάνιο χρυσό Κωνσταντινάτο απ’ τη συλλογή μου ως ελάχιστο δώρο στους γάμους σας.
κ. Σταθάτου: Ευχαριστούμε πάρα πολύ κ. Περλεντέ για τα δώρα σας και για τις ευχές σας, πάντα κομψή και με ωραία καπέλα.
κ. Περλεντέ: κ. Σταθάτου, ευχαριστώ για το κομπλιμέντο.
κ. Σταθάτου: Ελάτε να σας συστήσω τον κ. Λυρίδη, μεγάλο έμπορο πολυτελών αυτοκινήτων. Η κ. Λυρίδη κι η χαριτωμένη κόρη τους Μαρίνα.
[ Εν τω μεταξύ έχουν σηκωθεί όλοι ].
κ. Περλεντέ: Χαίρω πολύ για τη γνωριμία μας κ. και κ. Λυρίδη κι εσείς δεσποινίς Μαρίνα. Μου αρέσει να συναντώ οικογένειες δεμένες, σπάνιο σήμερα τα παιδιά να συνοδεύουν σε επισκέψεις τους γονείς, σας συγχαίρω κ. Λυρίδη. Άκουσα ότι είστε έμπορος αυτοκινήτων. Σήμερα το εμπόριο έχει μεγάλη πέραση, βγάζει πολλά χρήματα κι αυτός που ’χει πολλά χρήματα θεωρείται καταξιωμένος στην κοινωνία. Τα καλά χρόνια τα δικά μας οι καταξιωμένοι στην κοινωνία ήσαν οι μορφωμένοι, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, οι ποιητές. Δεν πειράζει η ζωή αλλάζει, έρχονται τα πάνω κάτω. Κυρία Σταθάτου μπορώ να καθίσω σε μια πολυθρόνα ;
[ Βγάζει το καπέλο, το παίρνει η κ. Σταθάτου
που τη συνοδεύει μέχρι την πολυθρόνα ]
Περίφημη βραδιά, βλέπω την ολοστρόγγυλη σελήνη να ’χει σκαρφαλώσει στο κέντρο τ’ ουρανού, που σε λίγο ο άνθρωπος θ’ χει κάνει αποικίες πάνω της. Τα παλιά χρόνια ποιητές είχαν γράψει ποιήματα για τη Σελήνη, όπως ο Πολέμης, ο Καρκαβίτσας, ο Παλαμάς. Την είχαν υμνήσει με τρυφερά ποιήματα.
[ Κτυπάει το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματος, η κ. Σταθάτου με τη μαγκούρα πηγαίνει, ανοίγει την πόρτα μαζί με τον άνδρα της ]
κ. Σταθάτου: Καλώς τον – καλώς τον αγαπημένο ανιψιό μας. Πω – πω, τι ομορφιές είν’ αυτές, σαν ηθοποιός του Κινηματογράφου! Έλα μέσα.
[ Μπαίνει ο Παύλος κρατώντας μια γλάστρα με λουλούδια ].
Παύλος: [ Φιλάει σταυρωτά τη θεία και το θείο του, τους εύχεται χρόνια πολλά και στους πλατινένιους γάμους σας πάντα αγαπημένοι. Τους δίνει τη γλάστρα ].
κ. Σταθάτου: Έλα Παύλο να σε συστήσουμε στους αγαπητούς φίλους μας.
[ Τον πηγαίνει προς την πολυθρόνα που κάθεται η κ. Περλεντέ ].
Παύλο να σου συστήσω μια φίλη μας την κ. Αμαλία Περλεντέ, μια κυρία της παλιάς ωραίας Αθηναϊκής εποχής. Κυρία Περλεντέ, ο ανιψιός μας Παύλος Σταθόπουλος, μελλοντικός Πολιτικός Μηχανικός.
Παύλος: [Κάνει μια βαθιά υπόκλιση.Χαιρετάει την κ. Περλεντέ]
Χαίρω πολύ κ. Περλεντέ, έχω ακούσει από τους θείους μου τόσα καλά για σας, που επιθυμούσα να σας γνωρίσω μια μέρα από κοντά. Τιμή μου η γνωριμία σας.
κ. Περλεντέ: Χάρηκα κι εγώ κ. Σταθόπουλε.
κ. Σταθάτου: [τον πηγαίνει στην οικογένεια Λυρίδη και τους λέει]
Ο ανιψιός μας Παύλος Σταθόπουλος τελειώνει το Πολυτεχνείο και θα συνεχίσει μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στο Περιβάλλον. Ο κ. Λυρίδης, η γυναίκα του κι η κόρη τους Μαρίνα. Ο κ. Λυρίδης, Παύλο, είναι έμπορος, εισαγωγέας πολυτελών αυτοκινήτων.
[ Ο Παύλος χαιρετάει πρώτα τον κ. Λυρίδη, μετά την κ. Λυρίδη και συνέχεια την κόρη τους, όλους με περισσή ευγένεια ]
Παύλος: Χάρηκα πολύ κ. Λυρίδη που γνώρισα εσάς, την κ. Λυρίδη και την χαριτωμένη κόρη σας. Πιστεύω κ. Λυρίδη με τα νέα μέτρα της Κυβέρνησης υπέρ των εμπόρων πολυτελών αυτοκινήτων να σας βοήθησαν να αυξήσετε την περιουσία σας.
Λυρίδης: Έχετε πολύ δίκιο κ. Παύλο. Πρέπει κάθε σωστή Κυβέρνηση να φροντίζει να έχουν οι πολίτες της καινούργια πολυτελή αυτοκίνητα. Εσείς τι αυτοκίνητο έχετε;
Παύλος: Έχω ένα μικρό Σέατ, ήταν του πατέρα μου.
Λυρίδης: Τόσο ωραίος νέος επιστήμονας, που αύριο μπορεί να γίνει επιχειρηματίας, να έχετε ένα μικρό παλιοαυτοκίνητο; Πάρτε μια κάρτα μου κι ελάτε όποτε θέλετε από την έκθεσή μου που έχω στη λεωφόρο Συγγρού να σας δώσω μια σπορ Πόρσε με δόσεις, να πάει το Σέατ για παλιοσίδερα ή να πάρετε ένα δάνειο πάντα με την εγγύησή μου.
Παύλος: [Φανερά στενοχωρημένος]
Ευχαριστώ κ. Λυρίδη, αλλά το Σέατ είναι για μένα οικογενειακό κειμήλιο. Το οδηγούσε ο πατέρας μου δέκα χρόνια, θα συνεχίσω κι εγώ μέχρι να χαλάσει εντελώς. Οδηγώντας το, νομίζω ότι συνεχίζω τη ζωή του πατέρα μου.
[γυρίζει προς την κ. Περλεντέ και της λέει]
Επιτρέπετε κ. Περλεντέ σε ένα νέο να καθίσει δίπλα σας, στην άλλη πολυθρόνα;
κ. Περλεντέ: [Με χαμόγελο γεμάτο ευγένεια]
Παρακαλώ, εξ άλλου μου αρέσει να κάνω παρέα με νέους ανθρώπους, μορφωμένους και ευγενικούς.
[Ο Παύλος κάθισε στην πολυθρόνα λίγο ντροπαλά κοιτάει γύρω του]
Συγχαρητήρια κ. Παύλο, η θεία σου πάντα όποτε βρισκόμαστε αναφέρεται στις σπουδές σας στην Πολυτεχνική Σχολή και νομίζω ότι πολύ γρήγορα θα έχετε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία τόσο στον Ακαδημαϊκό τομέα όσο και σαν ελεύθερος επαγγελματίας.
Παύλος: Ευχαριστώ πάρα πολύ κ. Περλεντέ, αλλά νομίζω όπως πάντα υπερβάλλει λιγάκι η θεία μου, εξαιτίας της μεγάλης αδυναμίας που μου έχει. Φοβάμαι ότι μου αποδίδει προτερήματα που δεν έχω.
κ. Περλεντέ: Κι εγώ το ίδιο κάνω κ. Παύλο. Αλήθεια μπορώ να σε λέω Παύλο, αφού έχεις το όνομα του άνδρα μου; Κι εσύ μπορείς να με λες Αμαλία. Που λες, το ίδιο κάνω για τα τρία εγγόνια μου: τον Παύλο, τον Κώστα και την Αμαλία, που έχω από τα τρία παιδιά μου. Το μεγάλο, ο Παύλος γνωστός αρχαιολόγος, ο Κώστας οικονομολόγος κι η μικρή Αμαλία τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής. Τους αγαπώ όλους πάρα πολύ, είναι για μένα μια μεγάλη χαρά. Έρχονται συχνά και με βλέπουν, μιλάμε για τις επαγγελματικές, τις ερωτικές επιτυχίες, για θέματα κοινωνικά, πολιτικά, τους περιγράφω συχνά τη ζωή στην παλιά Αθήνα. Ο Παύλος φέρνει την κιθάρα του, τραγουδάμε, άλλοτε πάλι ακούμε κλασσική μουσική ή παίζουμε χωρίς λεφτά μια αθώα παρτίδα χαρτιά. Το μεσημέρι τρώμε, πάντα βέβαια Σάββατα ή Κυριακές, το απογευματάκι βγαίνουμε βόλτα με το αυτοκίνητο του Παύλου, πίνουμε τον καφέ μας κάπου στη Βάρκιζα, γυρίζουμε σπίτι, με αποχαιρετούν με φιλιά και πάνε στην ευχή του Θεού. Τις άλλες μέρες προσπαθώ να τις περνώ ευχάριστα μέχρι να ξανάρθουν τα παιδιά μου ή τα εγγόνια μου.
Αφηγητής: Όσο μιλούσε η κ. Περλεντέ, ο Παύλος την περιεργαζόταν πολύ διακριτικά. Καλοχτενισμένα άσπρα μαλλιά, δεμένα μ’ ένα μικρό κότσο πίσω, που τον διακοσμούσε ένα αστραφτερό διάδημα. Μέτωπο πλατύ με λίγες ρυτίδες, δύο μεγάλα γαλανά μάτια κάπως θαμπά λόγω ηλικίας, μικρά τσίνορα. Κάποιες σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, μύτη γαλλική, δύο αρκετά εμφανή μήλα στ’ άσπρα απ’ την πούδρα μάγουλα. Καλοσχηματισμένα αυτιά με δύο γιαννιώτικα ασημένια σκουλαρίκια, δεμένα με λαμπερά μαργαριτάρια. Το στόμα λίγο σφιχτό μ’ ελαφρά βαμμένα τα χείλη, αρκετές ρυτίδες στο πρόσωπο, ψηλός λαιμός με πολλές πτυχές. Μικρό ντεκολτέ στολισμένο με μαργαριταρένιο περιδέραιο, απ’ όπου κρεμόταν ένας μικρός σταυρός. Μαύρο φόρεμα με μανίκια δαντελωτά. Χέρια λευκά και δάχτυλα μακριά που έφερναν σε κάθε δείκτη ένα δακτυλίδι με μπριγιάν, ενώ στο δεξί μεσαίο δάκτυλο φορούσε μια χρυσή βέρα περίτεχνα σκαλισμένη. Μιλούσε αργά, σταθερά, τονίζοντας τις λέξεις που ’θελε με έμφαση. ΄Αρθρωνε αρκετά καλά για την ηλικία της, δεν κουνούσε τα χέρια της όταν εκφραζόταν, ενώ στο στόμα είχε πάντα ένα χαμόγελο. Ο Παύλος σκέφτηκε ότι η κ. Αμαλία θα ήταν μια πάρα πολύ ωραία γυναίκα κάποτε, αφού ακόμα προκαλούσε την προσοχή. Γοητευτική, μορφωμένη κι ένιωθε ένα διαφορετικό είδος ζεστασιάς, μια αμηχανία καθώς την κοιτούσε στα γαλανά μάτια της, καθώς αποκάλυπτε πως δεν ήταν μόνο σεβασμός κι η πνευματική επικοινωνία που τον γοήτευαν, αλλά κάτι άγνωστο μέχρι τότε για τον ίδιο.
κ. Περλεντέ: Σε κούρασα, νεαρέ μου φίλε Παύλο, με τα δικά μου. Μ’ αρέσει όμως ν’ αναφέρομαι στα παλιά, μ’ αρέσει η καθημερινότητα, η χαρά της ζωής, τη χαίρομαι κάθε στιγμή κάθε λεπτό. Είμαι ογδόντα τεσσάρων χρόνων, έχω βέβαια κάποια προβλήματα υγείας. Πριν δέκα χρόνια έκανα επέμβαση στην καρδιά, πέντε μπάι – μπάς, με είχαν για τελειωμένη. Είδα το Χάρο μαύρο κατάμαυρο, στεκόταν απέναντι απ’ το χειρουργικό τραπέζι, ετοιμαζόταν να μ’ αρπάξει. Του ’βαλα τις φωνές, φύγε του λέω, εγώ θέλω να πεθάνω όρθια, χορεύοντας με τον άνδρα μου ένα αργεντίνικο ταγκό. Οι γιατροί μου είπαν να μην κουράζομαι, ν’ αποφεύγω τις μεγάλες συγκινήσεις, εγώ όμως συνεχίζω τη ζωή μου. Το πρωί ξυπνάω, βγάζω το πανί απ’ το καναρίνι, το Σωκράτη. Τον λέω Σωκράτη, γιατί όπως ο αρχαίος όταν μίλαγε μαγνήτιζε το ακροατήριο, έτσι και το καναρίνι μου όταν κάνει τις τριλλιές του σε μαγνητίζει. Σιγοντάρω μαζί του, παίρνω το πρωινό, ανοίγω το ραδιόφωνο. Δεν έχω τηλεόραση. Ακούω το τρίτο πρόγραμμα, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του μεγάλου Χατζηδάκη, που οργάνωσε το καταπληκτικό τρίτο πρόγραμμα. Ύστερα βγαίνω στη βεράντα, κρεμάω το κλουβί στη θέση του, ο Σωκράτης αρχίζει τις τριλλιές, χαιρετώντας μαζί μου την ομορφιά της ζωής.
Αργότερα πηγαίνω στ’ απέναντι πάρκο. Αναπνέω τον καθαρό αέρα, χαϊδεύω τα φύλλα των δένδρων, ερωτεύομαι όλα τα λουλούδια, τις μικρές ανεμώνες της άνοιξης, το θαυματουργό χαμομήλι, τις κατακόκκινες παπαρούνες, τις εκατοντάφυλλες τριανταφυλλιές. Βλέπω και χαίρομαι που παίζουν τα παιδιά με την άμμο, τα μεγαλύτερα να τρέχουν με τα ποδήλατά τους, τις μάνες να τα κυνηγούν με το κουτάλι στο χέρι, τις μικρομάνες να κουνάνε το καροτσάκι για να κοιμηθεί το μωρό τους. Έτσι περνά ο καιρός και μετά έρχεται η ομορφιά του φθινοπώρου. Τότε τα πεσμένα φύλλα σχηματίζουν εκείνο το μοναδικό χαλί πάνω στο χώμα, το τόσο θλιμμένο μα τόσο όμορφο. Χαίρομαι τη ζωή, την αναπνέω, την πίνω γουλιά – γουλιά απ’ το τάσι που μ’ αναλογεί, ευχόμενη να μην τελειώσει ποτέ.
Νεαρέ μου φίλε Παύλο, ν’ αγαπάς τη ζωή. Μην αφήνεις να σου ξεφύγει η ομορφιά που υπάρχει γύρω μας και που απλόχερα μας την χάρισε ο μεγάλος Θεός.
Ένας πολύ καλός φίλος ποιητής λέει: « Η ομορφιά ποτέ δεν πεθαίνει, απλά αλλάζει μορφή ». Ο μεγάλος Ντοστογιέφσκι έλεγε: « Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο ». Φίλε μου διαβάζω ποίηση, μου αρέσει πολύ και σου συστήνω να διαβάζεις κι εσύ. Μέσα σε δύο στίχους μπορεί να κλείσεις μια ολόκληρη ζωή. Μην ξεχνάμε και το Γάλλο στοχαστή και ποιητή Μορέν που έλεγε: « Η μόνη σκέψη που αξίζει είναι αυτή που εμπεριέχει την ποίηση και την τέχνη της ζωής ». Αγαπητέ φίλε μου Παύλο, η χαρά της ζωής είναι η χονδρή φθινοπωρινή σταγόνα της βροχής, τα φουσκωμένα μαύρα σύννεφα, το χελιδόνι με το έντομο στο ράμφος του, όταν πάει να ταΐσει τα μικρά του που περιμένουν με ανοιχτό το στόμα, το κρυφό βύζαγμα της μάνας, το φιλί των ερωτευμένων, ο ιδρώτας του εργάτη για το μεροκάματο.
Αυτό που μετράει στη ζωή είναι πάνω απ’ όλα οι ανθρώπινες σχέσεις. Πόσους ανθρώπους αγάπησες, πόσους βοήθησες, πόσοι στάθηκαν πλάι σου σε ώρες ανάγκης και πίκρας. Φίλε Παύλο, κάνε το καλό. Δεν κερδίζεις τίποτα, ούτε αγάπη ούτε χρήματα, ούτε αναγνώριση, ούτε συμπόνια, κάνε μόνο το καλό.
Παύλος: κ. Περλεντέ, ο χρόνος είναι σαν τη φωτιά άλλοτε επιτίθεται με ορμητικές φλόγες, άλλοτε κρύβεται θαμμένος στην αργή απανθράκωση των εποχών, στοχεύοντας να φθείρει το κάθε τι. Εσάς όμως δεν μπόρεσε να σας αγγίξει, σαν να μην πέρασε καθόλου από πάνω σας. Αντιμετωπίζεται τη ζωή σαν νέος άνθρωπος. Σας συγχαίρω κι είμαι ευτυχής που σας γνώρισα.
κ. Περλεντέ: Φίλε μου Παύλο, δε φοβάμαι το χρόνο, τον αντιμετωπίζω στωικά με υπομονή κι αξιοπρέπεια που αρμόζει σε λογικούς ανθρώπους, εξαρτάται από το βάθος της ψυχής του καθενός.
Παύλος: κ. Περλεντέ, ο Ηράκλειτος έλεγε: « Τα όρια της ψυχής δεν θα τα ανακαλύψεις, όποια μέθοδο και να ακολουθήσεις. Τόσο βαθιά έχει την αιτία της ».
κ. Περλεντέ: Οι αρχαίοι μας πρόγονοι για τους οποίους πρέπει να είμαστε περήφανοι είχαν φιλοσοφήσει τη ζωή, το θάνατο κι ολόκληρο το σύμπαν.
Σου αρέσει φίλε μου Παύλο η μουσική;
[αρχίζει να σιγοτραγουδάει ένα σκοπό]
Η μουσική είναι ένα απ’ τα δώρα που μας χάρισε ο Θεός. Μην ξεχνάς ότι η λέξη μουσική προέρχεται από τη λέξη Μούσες, που μας χάρισαν τους ήχους. Οι άνθρωποι έχουν κρύψει μέσα τους μια στάλα μουσική, που κρατάει απ’ τη νιότη. Κάποια μελωδία που με τα χρόνια ξεχνιέται.
Παύλος: κ. Περλεντέ, χαίρομαι που σας αρέσει η μουσική. Η τέχνη και ιδιαίτερα η μουσική έχει απέραντη δύναμη. Δυστυχώς εμείς οι άνθρωποι συχνά περιορίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό σ’ ένα δεύτερο ρόλο και αυτό είναι τεράστιο λάθος. Η μουσική θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως ένας τρόπος ανακούφισης απ’ τα προβλήματα. Έχεις μια δύσκολη μέρα είτε απ’ τη δουλειά σου είτε από άλλους λόγους. Επιστρέφοντας στο σπίτι σου, βάζεις ένα δίσκο ή CD από Σοπέν ή Χατζηδάκη. Κι αυτό σε ξεκουράζει ψυχικά, συναισθηματικά και σωματικά. Δυστυχώς στη σημερινή εποχή, κι όσο περνάει ο καιρός, οι ήχοι με τους οποίους μεγαλώνουμε ως άνθρωποι απομακρύνονται συνεχώς από την αισθητική.
[ Εν τω μεταξύ ο κ. Σταθάτος έχει πάει στο κασετόφωνο, βάζει ένα CD μ’ ένα αργό μπλούζ. Πηγαίνει προς τη κ. Σταθάτου και της λέει ]
κ. Σταθάτος: Πηνελόπη αγάπη μου, μου χαρίζεις αυτό το μπλουζ ;
[ και της τείνει το χέρι με αγάπη ]
κ. Σταθάτου: Θανάση μου, δε θα σου χαλάσω το χατίρι.
[ Σηκώνεται, με κόπο αφήνει τη μαγκούρα. Αρχίζουν να χορεύουν σιγά – σιγά κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Κουτσαίνοντας η Πηνελόπη λέει]:
Φτάνει Θανάση, κουράστηκα. [ πάει και κάθεται]
[ Όλοι οι επισκέπτες χειροκροτούν λέγοντας]:
Υπέροχα – υπέροχα, χρόνια πολλά – χρόνια πολλά.
[ Ο Παύλος σηκώνεται πάει αγκαλιάζει τους θείους του
και τους φιλάει σταυρωτά ]
Αφηγητής: Η μουσική του υπέροχου μπλουζ γεμίζει το χώρο, τελειώνει κι αρχίζει η σειρά των αργεντίνικων ταγκό. Οι πρώτες νότες της εκπληκτικής μουσικής απλώθηκαν στο χώρο ηλεκτρίζοντας την ατμόσφαιρα. Ο μεγάλος Αργεντίνος καλλιτέχνης Πιατσόλα, με το παράξενο οργανάκι του, τη μελωδική φωνή και το μουσικό του συγκρότημα μάγεψαν τους επισκέπτες.
κ. Περλεντέ: Νεαρέ μου φίλε Παύλο, μου αφιερώνεις αυτό το υπέροχο ταγκό; [Ρώτησε απρόσμενα τον Παύλο].
Αφηγητής: Σηκώθηκε, εκείνη έφτιαξε το φόρεμά της, ήταν αρκετά ψηλή, έτεινε το δεξί χέρι με τ’ άσπρα δάκτυλα. Ο Παύλος το πήρε κι άρχισαν να χορεύουν. Η κ. Αμαλία παρά τα ογδόντα τέσσερα χρόνια της χόρευε θαυμάσια, λίγο αργά έπαιρνε τις στροφές κι εκτελούσε τις φιγούρες, αλλά πάντα στο σωστό ρυθμό. Στο μυαλό του Παύλου ήρθαν εικόνες από το περίφημο ταγκό του Αλ Πατσίνο από το έργο « Άρωμα γυναίκας ». Αυτός τυφλός, ηλικιωμένος χόρευε με τη νεαρή παρτενέρ του τόσο μαγευτικά που όλος ο κόσμος γύρω τους θαύμαζε. Η ωραία φωνή του Πιατσόλα, η θαυμάσια μουσική συνεχιζόταν. Ο Παύλος ήταν καλός χορευτής, αλλά δε φανταζόταν ότι η κ. Αμαλία θα χόρευε σαν νέα γυναίκα, τόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη. Η κ. Αμαλία λίγο κουρασμένη κάθισε στην πολυθρόνα. Ο Παύλος χόρεψε με τη Μαρίνα ένα μοντέρνο χορό. Και όταν τελείωσαν το χορό, πήγε και κάθισε πλάι στην κ. Αμαλία.
Η κ. Σταθάτου κουτσαίνοντας σιγά – σιγά πάει εκεί που κάθονται η κ. Αμαλία κι ο Παύλος.
κ. Σταθάτου: Συγχαρητήρια κ. Αμαλία, είσαστε θαυμάσια χορεύτρια παρά την ηλικία σας, υποκλίνομαι μπροστά στη δύναμη της θέλησής σας για τη ζωή, που τη ζείτε, τη χαίρεστε σ’ όλες τις εκφάνσεις της.
Κυρία Περλεντέ αιχμαλωτίσατε με την ευφράδεια σας, τη γοητεία σας τον ανιψιό μου Παύλο, που αύριο φεύγει για τη Θεσσαλονίκη. Θα γυρίσει τα Χριστούγεννα, μα ως τότε θα μας λείψει αρκετό διάστημα.
Παύλος: Αγαπητή θεία Πηνελόπη, με την κ. Αμαλία συζητάμε για πράγματα άγνωστα σε μένα και πολύ ενδιαφέροντα. Μπορείτε κ. Αμαλία να συνεχίσετε για τα περιβαλλοντικά σας ενδιαφέροντα. Γιατί εγώ θα κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Περιβάλλον.
κ. Περλεντέ: Αύριο το πρωί φίλε μου Παύλο, έχουμε συνάντηση στο Μοναστήρι της Καισαριανής, στον Υμηττό, για να διαμαρτυρηθούμε για την καταπάτηση του μοναδικού πνεύμονα της Αθήνας από τους καταπατητές. Παρουσιάστηκαν κάποιοι με ψεύτικα χαρτιά και διεκδικούν τον Υμηττό. Είμαι μέλος εθελοντικής κίνησης διάσωσης του Υμηττού. Ο αγωνιστής Δήμαρχος του Βύρωνα έχει ιδρύσει αυτή την εθελοντική κίνηση. Αρκετές φορές με συγκεντρώσεις που κάνουμε, με διαμαρτυρίες και πορείες προς τη Βουλή, έχουμε γλιτώσει τον Υμηττό από παράνομες ανεγέρσεις, όπως το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, κατοικίες αξιωματικών και άλλα πολλά. Επίσης συμμετέχω στις εθελοντικές ομάδες πυρασφάλειας του Υμηττού. ΄Ολους τους καλοκαιρινούς μήνες μαζί με εκατοντάδες άλλους εθελοντές κατορθώσαμε να περιορίσουμε κι άλλες φορές να μηδενίσουμε τις φωτιές από τους καταπατητές. Πρέπει Παύλο να ευχαριστούμε το Θεό, για τα τόσα όμορφα πράγματα που μας χάρισε. Συμμετέχουμε οι εθελοντές σε ψηφίσματα διαμαρτυρίας, σε πορείες μαζί με τους κατοίκους της Κερατέας και του Γραμματικού κατά της κατασκευής Χ.Υ.Τ.Α. στις πόλεις τους. Πού ακούστηκε να γίνονται χωματερές απόρριψης σκουπιδιών μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως στην Κερατέα ή σε δασώδεις εκτάσεις; Πρέπει Παύλο ν’ αγωνιζόμαστε όλοι για ένα καθαρό περιβάλλον κι εσύ που θα γίνεις Μηχανικός Περιβάλλοντος πρέπει επιστημονικά να εναντιωθείς κατά των Χ.Υ.Τ.Α. Σε κούρασα φίλε Παύλο, θέλω να σε ακούσω κι εγώ. Μίλησέ μου για τη ζωή , τις σπουδές , τις παρέες σου.
Παύλος: Τι να σας πω κ. Αμαλία. Διαβάζω πολύ, δε βγαίνω σχεδόν καθόλου έξω και ομολογώ ότι μια μελαγχολία με βασανίζει από τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Με δυο λόγια έχασα τη χαρά της ζωής, αλλά σήμερα που σας γνώρισα μου δώσατε ένα καλό μάθημα σχετικά με το πώς μπορεί να τη βρίσκει κανείς στα μικρά καθημερινά πράγματα. Θα θυμάμαι πάντα αυτό που σας είπε ο φίλος σας ο ποιητής: « Η ομορφιά ποτέ δεν πεθαίνει, απλά αλλάζει μορφή ». Σήμερα μου δώσατε ένα καλό μάθημα, γιατί τελευταία έχω χάσει την αίσθηση της ομορφιάς, η ζωή μου έχει γίνει ρουτίνα, δεν απολαμβάνω την πραγματική ζωή. Σας ευχαριστώ πολύ για τις υποδείξεις σας πως να αφήνομαι στη χαρά της ζωής, που να τη βρίσκω και πώς να την απολαμβάνομαι.
κ. Περλεντέ: Πολύ συχνά πηγαίνω, όταν είναι καλός ο καιρός, στον Υμηττό, φωνάζω το φίλο μου τον ταξιτζή, με πηγαίνει κι έρχεται μετά από δύο ώρες και με παίρνει. Περπατώ στο φαρδύ μονοπάτι κάτω απ’ τα πανύψηλα πεύκα μαζί με άλλους ανθρώπους, πολλοί έχουν και τα παιδιά τους, απολαμβάνω την άνοιξη, τα αγριολούλουδα που όταν φυσά ο αέρας χορεύουν τον Ερωτικό χορό της φύσης. Ακούω τη μελωδία από τις μέλισσες που τρυγούν τους ανθούς από τα αγριολούλουδα, παρακολουθώ το πλανάρισμα του κιρκινεζιού να τριγυρνάει ελεύθερο στη ρεματιά, μιλάω με τους άλλους ανθρώπους, έχω πιάσει πολλές φιλίες. Μετά έρχεται ο ταξιτζής και γυρίζω σπίτι.
Είμαι μέλος μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης για την απεξάρτηση των νέων από την κόλαση των ναρκωτικών. Δύο φορές το μήνα πηγαίνω στο χώρο της οργάνωσης. Σ’ ένα ταξί έχω βάλει βιβλία, μυθιστορήματα – ιστορικά και προπαντός ποίηση, τρόφιμα, αχλάδια, μήλα, μπανάνες, διάφορα CD τα μοιράζω στα παιδιά κι αφήνω ένα χρηματικό ποσό στη διοίκηση. Κάθομαι μαζί με τα παιδιά στο σαλόνι, μαζεύονται γύρω μου και τους λέω διάφορες ιστορίες της παλιάς Αθήνας: Για τις καπελούδες, τις αδερφές Σάσα και Έφη στην οδό Νίκης, τους οίκους μόδας όπως Καραγιάννη Άστρα – Βενέτη, τον τσαγκάρη που μου έφτιαχνε με παραγγελία τα παπούτσια, ένα Σμυρνιό γεμάτο τρίχες με κάτι χονδρά χέρια σαν το γορίλα, τον μπόγια που μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά, τον παγοπώλη με το τρίτροχο καρότσι, τον καρεκλά, το γανωτή, το γαλατά με τις κατσίκες που τις άρμεγε μπροστά σου κι άλλα. Παύλο, ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις αυτά τα παιδιά, πως άκουγαν με μεγάλη προσοχή αυτά που τους έλεγα. Όταν έφευγα με συνόδευαν στην εξώπορτα, άλλα με αγκάλιαζαν, άλλα φίλαγαν τα χέρια μου. Πολλά σιγά – σιγά γινόντουσαν καλά κι ήθελαν την επανένταξη στην κοινωνία, δηλαδή δουλειά. Με τις γνωριμίες που έχω στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, με το Δικηγορικό Σύλλογο και με φίλους των παιδιών μου, έβρισκα σε μερικά παιδιά δουλειά. Μ’ έπαιρναν τηλέφωνο κλαίγοντας να με ευχαριστήσουν, δεν ξέρεις, Παύλο παιδί μου, πόσο ευτυχισμένη είμαι που μπορώ να φανώ χρήσιμη σ’ αυτά τα παιδιά.
Αφηγητής: Ο Παύλος, όσο μιλούσε η κ. Αμαλία την παρακολουθούσε με προσοχή. Στα μεγάλα γαλανά μάτια της τώρα μια λάμψη φεγγοβολούσε. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια σχεδόν είχαν χαθεί. Τα μήλα του προσώπου είχαν τονωθεί, το στόμα, το πηγούνι χαμογελούσαν. Ζούσε όλ’ αυτά μ’ όλες τις αισθήσεις της, αναπολούσε τις χαρές της φύσης, την ομορφιά μ’ όλο της το είναι.
Παύλος: κ. Αμαλία, μου θυμίζετε που είχα διαβάσει πως ένας Ιταλός φιλόσοφος χαρακτήριζε τους ανθρώπους που αγαπούν και χαίρονται τη ζωή έλεγε: « Είναι κάποιοι άνθρωποι που ζουν, υπάρχουν, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ανεξάρτητα ηλικίας, αλλά πατούν γερά στη ζωή, απολαμβάνουν τη ζωή, τη χαίρονται, που’ ναι γεμάτη έρωτες, χαρές, ευτυχία, πίκρες, αγωνίες, απογοητεύσεις, αλλά συγχρόνως υπερίπτανται σαν δροσερό ανοιξιάτικο πρωινό αεράκι, σαν ζέφυρος πνιγμένος μέσα στις μυρωδιές και ευωδιές μιας ελπιδοφόρας ζωής. Αυτοί οι άνθρωποι σ’ όλη τους τη ζωή ο χρόνος ποτέ δεν τους άγγιξε, όπως εσάς αγαπητή κ. Αμαλία. Πάντα νέοι, ακαταμάχητοι σαν μικροί φάροι μιας υποδειγματικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας, με μια τεράστια δύναμη ψυχής ». Νόμιζα πως αυτός ο Ιταλός φιλόσοφος πρέπει να σας είχε γνωρίσει για να γράφει όλ’ αυτά.
κ. Περλεντέ: Ευχαριστώ πολύ νεαρέ μου φίλε για τις φιλοφρονήσεις σου, αλλά εγώ έτσι τη χαίρομαι τη ζωή.
[ Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό τηλέφωνο της κ. Αμαλίας, ανοίγει με μια χαριτωμένη κίνηση το μικρό τσαντάκι, βγάζει το κινητό και λέει] :
Αγάπη μου, εσύ είσαι Αμαλία; Που είσαι στο σπίτι; Σε δέκα λεπτά έρχομαι, είμαι απέναντι στους αγαπητούς φίλους κ. και κ. Σταθάτου, γιορτάζουν τους αργυρούς γάμους, περίμενε στο σαλόνι σε λίγο έρχομαι.
Φίλε μου Παύλο αντίο, σ’ ευχαριστώ για την ωραία παρέα, για την ιδιαίτερη βραδιά και για τον υπέροχο χορό. Όταν επιστρέψεις τα Χριστούγεννα απ’ τη Θεσσαλονίκη θα σε περιμένω μαζί με τη μητέρα σου. Την παραμονή το βράδυ γιορτάζω τα γενέθλιά μου. Να έλθετε σπίτι να γνωρίσετε τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Μην ξεχνάς να χαίρεσαι τη ζωή, να την πίνεις γουλιά – γουλιά κάθε στιγμή, κάθε λεπτό και να θυμάσαι τα λόγια των ποιητών για την ομορφιά.
Παύλος: [Έσκυψε με βαθιά υπόκλιση, με ευγένεια πήρε το λεπτό χέρι στο δικό του, το φίλησε].
Ευχαριστώ κ. Αμαλία για την πρόσκληση, σίγουρα θα’ μαι κοντά σας μαζί με τη μητέρα μου τη μέρα των γενεθλίων, με μεγάλη χαρά θα σας ευχηθώ να τα εκατοστίσετε. Θέλω πολύ να γνωρίσω τα παιδιά και τα εγγόνια σας. Θα ’ρθω οπωσδήποτε να μου πείτε για την Παλιά Αθήνα, για τις δεξιώσεις, τα καρναβάλια, τις καπελούδες, τους οίκους κοπτικής ραπτικής, τους τσαγκάρηδες, τους γανωτήδες, τους παγοπώλες, τα παιδικά παιχνίδια.
[ Εν τω μεταξύ έχει σηκωθεί ο κ. Λυρίδης κι έχει φθάσει στην κ.Αμαλία ]
Λυρίδης: Σας εκφράζω το θαυμασμό το δικό μου και της οικογένειάς μου κι είμαι πολύ ευτυχισμένος για τη γνωριμία μας. Σας καλώ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο πάρτι που κάνω στη βίλα μου κάθε χρόνο. Καλώ Υπουργούς, Βουλευτές κι άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Παίζουμε χαρτιά, ρουλέτα κι αν κάποιος φιλοξενούμενος θέλει να κολυμπήσει στη θερμαινόμενη πισίνα, το κάνει. Πάρτε την κάρτα μου κ. Περλεντέ. Αν κάποιο απ’ τα παιδιά σας ή τα εγγόνια σας θέλουν ένα πολυτελές αυτοκίνητο, να κάνουν χρήση του ονόματός σας κι εγώ θα κάνω την καλύτερη τιμή και πολλές ευκολίες.
κ. Περλεντέ: Ευχαριστώ κ. Λυρίδη για τα καλά σας λόγια. Τα σέβη μου στην κ. Λυρίδη και στη δεσποσύνη Μαρίνα.
κ. Σταθάτου: Θανάση σε παρακαλώ συνόδευσε την κ. Περλεντέ.
[ γυρίζει και της λέει ] :
Η παρουσία σας έδωσε μεγάλη λάμψη στη γιορτή. Η κομψότητα, η ευφράδεια κι ο χορός σας μας αιχμαλώτισαν όλους.
[Πηγαίνει και φέρνει το καπέλο της κ. Περλεντέ που λέε]ι:
κ. Περλεντέ: Σας ευχαριστώ όλους για την ωραία παρέα. Θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η βραδιά και θα σας προτρέψω να βοηθήσετε αυτά τα παιδιά. ΄Εχουν την ανάγκη μας για επανένταξη στην κοινωνία, να γίνετε εθελοντές σε κινήσεις ενάντια στους καταπατητές, στους εμπρηστές κι ενάντια στη χωροθέτηση Χ.Υ.Τ.Α. στην Κερατέα, το Γραμματικό κι ενάντια σ’ αυτούς που μολύνουν το περιβάλλον. Εσείς κ. Λυρίδη που έχετε πολλά χρήματα μπορείτε να προσφέρετε πολλά. Εύχομαι σ’ όλους υγεία κι ευτυχία και μη ξεχνάτε να χαίρεστε και να απολαμβάνετε την ομορφιά της φύσης και το θείο δώρο, τη ζωή. Καλή σας νύκτα.
[ Αποχωρεί μαζί με το Θανάση.
Σβήνουν τα φώτα].
Πράξη 3η
[Λίγο αλλαγμένο το σκηνικό.
Προστίθενται δύο μικρά τραπεζάκια με λουλούδια σε ωραία βάζα. Στο ένα υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία άνδρα, πίνακες ζωγραφικής στον τοίχο.
Η Αμαλία κάνει πως καθαρίζει μ’ ένα πανί τα τραπεζάκια,
φροντίζει τα λουλούδια στα βάζα, ενώ σιγοτραγουδάει.
Σε μια άκρη υπάρχει ένα στήριγμα, που στο ένα άγκιστρο
υπάρχει ένα κλουβί σκεπασμένο.
Η Αμαλία βγάζει με μια χαριτωμένη κίνηση το πανί απ’ το κλουβί, πάντα σιγοτραγουδώντας. Μέσα στο κλουβί υπάρχει ένα καναρίνι ].
Αμαλία: Καλημέρα Σωκράτη, γέρασες σαν και μένα. ΄Αλλοτε χάλαγες τον κόσμο με τις τριλλιές σου, έλα να σε βγάλω στη βεράντα, ο καιρός είναι θαυμάσιος. Αύριο έχουμε Χριστούγεννα, αλλά ο καιρός μοιάζει σαν Αύγουστος. Σωκράτη, δεν φαντάζομαι να έχεις ξεχάσει ότι σήμερα έχω τα γενέθλιά μου, γίνομαι ογδόντα τεσσάρων χρόνων. Θέλω να μου πεις ένα τραγούδι τώρα που θα σε βγάλω στη βεράντα.
[Παίρνει το στήριγμα με το ένα χέρι, με τ’ άλλο το κλουβί.
Με προσοχή βγαίνει στη βεράντα, τοποθετεί το κλουβί με το στήριγμα. Ο Σωκράτης αρχίζει τις τριλλιές του].
Σ’ ευχαριστώ Σωκράτη, αν και γέρασες, η φωνή σου είναι εξαιρετική.
[Κοιτάει γύρω της, αναπνέει βαθιά]
Τι ωραία μέρα Σωκράτη, χαρά Θεού, λες κι είναι φθινόπωρο.
Αφηγητής: Ο χειμωνιάτικος ήλιος έχει ανέβει αρκετά ψηλά. Ψηλά απ’ τις απαλές καμπύλες των βουνοκορφών του Υμηττού ρίχνει τις λαμπερές ακτίνες πάνω στη γη, δημιουργώντας παράξενες σκιές στα δένδρα του πάρκου, χρωματίζοντας μ’ έντονα χρώματα τα λουλούδια.
[Ο Σωκράτης απ’ το κλουβί του συνεχίζει τις τριλλιές του,
γεμίζοντας το χώρο].
Αμαλία: Άκου Σωκράτη τις φωνούλες των παιδιών που λένε τα κάλαντα στα σπίτια με συνοδεία από τρίγωνα, για να ευχηθούν Χρόνια Πολλά στους νοικοκυραίους. Να μια ομάδα από τσιγγάνους. Οι άντρες με τα μεγάλα καπέλα, οι γυναίκες με τα κλαρωτά φουστάνια και τις πολύχρωμες μαντίλες, με νταούλια και κλαρίνα που ξεσηκώνουν τον κόσμο με τις φωνές τους.
[Μπαίνει μέσα στο σπίτι, παίρνει ένα μεταλλικό νόμισμα,
βγαίνει στη βεράντα και το ρίχνει στους τσιγγάνους φωνάζοντας]:
Χρόνια Πολλά λεβέντες, χρόνια πολλά και σε σας όμορφες κοπέλες και του χρόνου με υγεία.
[ Μπαίνει μέσα στο σπίτι χαρούμενη, χαμογελαστή.
Κάθεται στην καρέκλα μπροστά απ’ το τραπεζάκι.
Μιλάει κοιτάζοντας τη φωτογραφία του άνδρα ].
Παύλο δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη είμαι. Σήμερα έχω διπλή γιορτή, γίνομαι 84 χρόνων, αλλά κι 60 χρόνια απ’ την πρώτη γνωριμία μας, όταν για πρώτη φορά με κράτησες στην αγκαλιά σου. Θυμάμαι ότι μήνες πριν είχατε αγοράσει την απέναντι μονοκατοικία απ’ το σπίτι μας. Έβλεπα κάθε πρωί να σε συνοδεύει η μητέρα σου μέχρι την εξώπορτα, εσύ να της φιλάς το χέρι, αυτή να σε σταυρώνει, να κρατάς τη μεγάλη μαύρη τσάντα και με βήμα σταθερό να πηγαίνεις προς τη στάση να πάρεις το λεωφορείο.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα, εκτός Κυριακής που πήγαινες με τη μητέρα σου στην εκκλησία. Εγώ παρακολουθούσα πίσω από τις διάφανες άσπρες κουρτίνες. Σ’ είχα ερωτευθεί Παύλο, περίμενα να βγεις το πρωί να σε δω να φιλάς το χέρι της μητέρας, να πέφτει ο ήλιος στα ξανθά μαλλιά να τα χρυσώνει, τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια να κοιτάνε μπροστά. Άρχισα σιγά – σιγά να ανοίγω τις κουρτίνες. Ένα πρωινό μ’ είδες. Εγώ τρέχοντας μπήκα μέσα κατακόκκινη, την άλλη μέρα η ίδια σκηνή. Ένα πρωινό μου ’γνεψες με το χέρι σου, εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι το χέρι σου άγγιξε την καρδιά μου που πήγαινε να σπάσει.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα παρακάλεσα τη μητέρα μου να κάνω ένα μικρό πάρτι, όπως συνηθίζονταν τότε, και να καλέσω τη μητέρα σου κι εσένα. Έτσι έγινε η πρώτη συνάντησή μας Παύλο. Είμαι πολύ χαρούμενη σήμερα, όμως μου λείπεις πολύ. Ήσουνα ο πρώτος και μοναδικός άνδρας που γνώρισα, ο μεγάλος έρωτας που τον περίμενα χρόνια. Διάβαζα ερωτικά ρομάντζα, ιστορικούς μεγάλους έρωτες και γέλαγα. Σκεπτόμουν, άραγε να υπάρχουν τόσο μεγάλοι έρωτες; Μέχρι τη μέρα που σ’ αντίκρισα να βγαίνεις απ’ την πόρτα του σπιτιού σου. Η ζωή μου άλλαξε Παύλο. ΄Εβλεπα τα λουλούδια διαφορετικά, τον ήλιο πιο λαμπερό, τον ουρανό πιο φωτεινό, τα σύννεφα πιο όμορφα, τα πουλιά να κελαηδάνε υπέροχα. Παύλο σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη, έχω καλέσει όπως κάναμε μαζί κάθε χρόνο τέτοια μέρα, όλα τα παιδιά μας. Το Χρήστο, το Γεράσιμο και τη Δανάη και τα τρία εγγόνια μας την Αμαλία, τον Παύλο και τον Κώστα. Πριν λίγες μέρες μ’ είχε καλέσει ο κ. κι η κ. Σταθάτου, ξέρεις το ζευγάρι που μένουν απέναντι στο διώροφο, γιατί γιόρταζαν τους αργυρούς γάμους τους. Θυμάσαι ότι ο Θεός δεν τους είχε χαρίσει παιδιά. Πήγα και πέρασα πολύ ωραία. Εκεί γνώρισα το νεαρό ανιψιό τους απ’ την αδελφή της κ. Σταθάτου. ΄Ενα εξαιρετικό νέο που ’χει το δικό σου όνομα Παύλο. Τελειώνει την Πολυτεχνική Σχολή στη Θεσσαλονίκη, θα γίνει Πολιτικός Μηχανικός Περιβάλλοντος. Σπουδαίος νέος, σου μοιάζει σε πολλά. Ψηλός, ξανθοκάστανα μαλλιά, άριστος χορευτής, ευγενικός λιγομίλητος. Τους έχω καλέσει για απόψε το βράδυ, αυτόν και τη μητέρα του που ’ναι χήρα, ο άνδρας της σκοτώθηκε σε ατύχημα. Τους περιμένω απόψε όλους στο καθιερωμένο τραπέζι. Θα ’σαι κι συ Παύλο, θα βάλω πολλές φωτογραφίες απ’ το γάμο μας, με τα παιδιά στην εξοχή, γιατί απόψε για μένα είναι διπλή γιορτή. έχω τα γενέθλιά μου αλλά και τα εξήντα χρόνια γνωριμίας μας. Θα μας παρακολουθείς με κείνα τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια που τόσο αγάπησα. Θα φορέσω Παύλο το ρολόι μας, το ρολόι που μ’ αγόρασες όταν αρραβωνιαστήκαμε. Θυμάσαι; Περνάγαμε απ’ την οδό Βουκουρεστίου, τέτοια μέρα παραμονή Χριστουγέννων. Οι βιτρίνες με χρυσαφικά, ρολόγια, φωτισμένες, γεμάτες γιρλάντες, κούκλες. Στη βιτρίνα του Καίσαρη είδα το ρολόι. ΄Εγραφε Κοκό Σανέλ. Το κοίταξα επίμονα, εσύ είδες τη ματιά μου, μ’ έπιασες απ’ το χέρι, μπήκαμε στο κατάστημα, το αγόρασες και το πέρασες στο χέρι μου. Να σου πω Παύλο, αν ήξερα πόσο ακριβό ήταν δεν θα το έπαιρνα.
Την άλλη μέρα στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στο σπίτι μου, έβγαλες από την τσέπη σου ένα ποίημα και μας το διάβασες.
Παύλος: [ από το ημίφως ]
Θυμήσου εκείνο
το σούρουπο
που περνάγαμε έξω απ’ το μαγαζί
κι είδες το ρολόι.
Πρόσεξα τη λάμψη
μέσα στα μάτια σου
και κατάλαβα πως το ’θελες πολύ.
Μπήκαμε μέσα, το πήρα,
άπλωσες το χέρι σου
τ’ άσπρο, το παρθενικό
και σου το φόρεσα.
Σήκωσες το χέρι στο αφτί σου,
άκουσες τους χτύπους του ρολογιού
της καρδιάς σου
της καρδιάς μου
και με φίλησες.
Βγήκαμε έξω
άπλωσες το χέρι σου
πήρες το δικό μου
πέρασες τα δάχτυλά σου
στα δικά μου
και φύγαμε.
Αμαλία: Παύλο ήσουνα καλός ποιητής. Διαβάζω σχεδόν κάθε μέρα τα ποιήματά σου, γεμάτα ευαισθησία κι αγάπη για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον. Θυμάμαι το βροχερό εκείνο βράδυ στο τζάκι, η φωτιά να ’χει φουντώσει, να μου διαβάζεις το ποίημά σου « Μίλα μου », που τελείωνε :
« Είναι ωραίο να σου μιλά η γυναίκα που αγαπάς ». Σ’ άλλες βραδιές να μου απαγγέλλεις το ποίημα « Όσο υπάρχεις εσύ» που τελείωνε: « Όταν υπάρχεις εσύ, όλος ο κόσμος είναι δικός μας ». Παύλο όταν διάβαζα τα ποιήματα, που ’χες γράψει για μένα, στις φίλες μου έβλεπα στα μάτια τους μια μικρή ζήλια.
Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί απόψε θα ξαναζήσω το δικό μας έρωτα. Θα γνωρίσω στο φίλο μου τον Παύλο την εγγονή μας την Αμαλία, πάλι Παύλος – Αμαλία.
Παύλο, πάντα μου έλεγες ότι υπάρχουν ανώτερες υπερφυσικές δυνάμεις, που εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να τις προσδιορίσουμε, που επιβάλλουν και καθορίζουν γεγονότα που παρουσιάζονται μετά από χρόνια στη ζωή μας. Εγώ είχα αντιρρήσεις, τώρα όμως σε δικαιώνω. Δεν ξέρω ποιες δυνάμεις καθόρισαν τη συνάντηση που θα γίνει απόψε, το φίλο μου τον Παύλο με την εγγονή μας την Αμαλία. Εγώ πάντως θα ζήσω απόψε ξανά τον έρωτα το δικό μας. Θα ζήσω στα πρόσωπα αυτών των δύο παιδιών, του Παύλου και της Αμαλίας, και θα θυμηθώ την πρώτη μας συνάντηση.
Ξέρεις, η Αμαλία δευτεροετής στη Νομική Σχολή, ψηλή, ξανθιά, με μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια, πηγαίνει στο γραφείο του Χρήστου. ΄Εχει ακόμα το γραφείο το δικό σου, τα ίδια έπιπλα, μόνο έχει προσθέσει μερικά ράφια στη βιβλιοθήκη. Μη ζηλέψεις άμα σου πω ότι είναι πιο γνωστός δικηγόρος από σένα. Βέβαια βρήκε έτοιμο το γραφείο, αλλά το μεγάλωσε, αναλαμβάνει μόνο μεγάλες ποινικές υποθέσεις, νομολογίες του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έχει μέσα στο γραφείο δύο ασκούμενους δικηγόρους , οι δουλειές πάνε πολύ καλά.
[ Εκείνη την ώρα χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας ]
Πάντα τα πουλάκια μου εδώ κι αρκετά χρόνια την ίδια ώρα έρχονται να μου πουν τα κάλαντα.
[ Πηγαίνει ανοίγει την πόρτα. Μπαίνουν στο σαλόνι τρία παιδιά ντυμένα εορταστικά. Είναι ένα κορίτσι περίπου 12 χρόνων, ένα αγόρι 10 κι άλλο ένα αγόρι 8 χρόνων. Το κορίτσι κρατάει στο χέρι μια ανθοδέσμη και λέει στην Αμαλία ]:
Κορίτσι: κ. Αμαλία, η μητέρα μας θυμάται πάντα ότι σήμερα έχετε τα γενέθλιά σας, βγήκε στον κήπο, έκοψε και σας προσφέρει αυτά τα ωραία λουλούδια, μαζί με τις ευχές της για χρόνια πολλά.
[ Όλα μαζί τραγουδούν «Χρόνια Πολλά, χρόνια πολλά» ]
Αμαλία: Ευχαριστώ πολύ Χρυσάνθη, εσάς και τη μητέρα σας που κάθε χρόνο μου στέλνει ωραία λουλούδια στα γενέθλιά μου. Χρυσάνθη πως μεγάλωσες από πέρσι, έγινες δεσποινίδα, τι τάξη πας;
Κορίτσι: Τελειώνω το Δημοτικό κ. Αμαλία και τ’ αδέλφια μου, ο Κωστής πηγαίνει Τετάρτη κι ο Νικόλας Δευτέρα.
Αμαλία: [Πάντα χαμογελαστή]:
Χρυσάνθη θα σε ρωτήσω, όταν με το καλό μεγαλώσεις, τι θέλεις να γίνεις;
Κορίτσι: κ. Αμαλία, μου αρέσουν τα γράμματα, όχι μόνο σε μένα αλλά και στα αδέλφια μου. Θα προχωρήσουμε, θα πάμε Πανεπιστήμιο. Εγώ θέλω να γίνω Δασκάλα για να μαθαίνω στα παιδιά γράμματα. Θα πάω σε χωριό, γιατί στα χωριά τα παιδιά έχουν περισσότερο ανάγκη.
Αμαλία: Μπράβο – μπράβο Χρυσάνθη, ελάτε αρχίστε τα κάλαντα.
[ Τα παιδιά αρχίζουν να τραγουδάνε τα κάλαντα. Τα δύο αγόρια με τα τρίγωνα κι η Χρυσάνθη με την ωραία φωνή της ].
Καλήν ημέρα άρχοντες να πω στο αρχοντικό σας
Χριστού τη Θεία γέννηση ………..
[ Τελειώνουν. Χρόνια Πολλά, Χρόνια Πολλά κ. Αμαλία]
[ Η Αμαλία έχει φέρει εν τω μεταξύ τρία πακέτα ].
Αμαλία: Αυτό είναι για σένα Χρυσάνθη, αυτό για τον Κωστή κι αυτό για το Νικόλα. Να είστε πάντα καλά παιδιά και να εκπληρωθούν τα όνειρά σας. Να ευχαριστήσεις πάλι τη μητέρα σου Χρυσάνθη για τα ωραία λουλούδια. Θα σας περιμένω να έλθετε να μου τα πείτε την Πρωτοχρονιά και των Φώτων.
[ Τα παιδιά της φιλάνε το χέρι, την ευχαριστούν φεύγοντας]
Παύλο να δεις πόσο χαριτωμένα έχουν γίνει τα τρία παιδάκια της κ. Ελένης, μεγάλωσαν απότομα, μου θυμίζουν τα δικά μας παιδιά. Ποτέ Παύλο δε φοβήθηκα το χρόνο. Φθάνει να μη χαθούν οι μνήμες. Οι μνήμες είναι μια μεγάλη μορφή δύναμης, που παίρνουμε για ν’ αντέξουμε το χρόνο που φεύγει. Ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, αυτός που σου άρεσε, έλεγε: « Ύπαρξη είναι η μνήμη ». Μη με παρεξηγείς που ασχολούμαι με τη φιλοσοφία γύρω από την αξία της ζωής, αλλά ο άνθρωπος χωρίς μνήμη θα ήταν ένα Ον χωρίς παρελθόν, χωρίς παρόν και βέβαια χωρίς μέλλον. Αλλά ήρθε η ώρα να ποτίσω τα λουλούδια και να ρίξω φαγητό στο Σωκράτη.
[ Μπαίνει μέσα, σε λίγο βγαίνει
κρατώντας ένα μικρό ποτιστήρι κι ένα σακουλάκι.
Βγαίνει στη βεράντα σιγοτραγουδώντας ένα τραγούδι του Αττίκ ]
Καημένε Σωκράτη, σε ξέχασα αλλά κι εσύ γοητευμένος από την ωραία φύση που βλέπεις ξέχασες την πείνα σου.
[ Ρίχνει νερό και σπόρους στο Σωκράτη,
αυτός αρχίζει τις τριλλιές ευχαριστώντας…
Η Αμαλία πάντα σιγοτραγουδώντας αρχίζει να ποτίζει τα λουλούδια χαϊδεύοντας τα ]
Αφηγητής: Ο χειμωνιάτικος ήλιος έχει ανέβει πολύ ψηλά σχεδόν κατακόρυφα. Λίγα αραιά γκρίζα σύννεφα, τρέχοντας απ’ το ελαφρό αεράκι σχηματίζουν παράξενα σχήματα. Στο απέναντι πάρκο οι μικρομάνες με τα πολύχρωμα καροτσάκια κάνουν βόλτες τα μωρά τους μέσα στα δαιδαλώδη πέτρινα μονοπάτια, που τα κοσμούν τα κίτρινα φύλλα από τα πλατάνια. Τα πουλιά του πάρκου, οι κερομύτες κότσυφες, κοκκινολαίμηδες, πολύχρωμες κιτρινοπράσινες καρδερίνες με τις φωνούλες τους ευχαριστούν τον πλάστη για την ομορφιά που χαρίζει στη Γη. Κάπου ομάδες παιδιών περνάνε να προλάβουν να πάνε να πουν τα κάλαντα σε φιλικά σπίτια.
Αμαλία: [σιγοτραγουδώντας Αττίκ, λέει[:
Τι ψυχούλες είναι τα λουλούδια, αυτές οι πιγώνιες δε σταματούν ν’ανθίζουν, τα πολύχρωμα φύλλα, οι γαριφαλιές με τ’ άρωμά τους, ο βασιλικός ο χειμωνιάτικος σου, ανοίγουν τα φυλλοκάρδια της καρδιάς. Πόσο χαίρομαι που κάθε μέρα βγαίνω στη βεράντα. Φροντίζω το Σωκράτη, τα λουλούδια, βλέπω τις μικρομάνες, ακούω τα πουλιά του πάρκου, ρουφάω όλα τ’ αγαθά που ο καλός Θεός μας έχει χαρίσει. Πόσο μου αρέσει αυτός ο Αττίκ. Μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά σπουδαία ερμηνεύτρια κι η υπέροχη Δανάη.
[Μπαίνει στο σπίτι, κάθεται στο τραπεζάκι με τη φωτογραφία του Παύλου]
[Ακούγεται ένα τραγούδι του Αττικ :
Έλα μόνο για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως το
φρικτό μου σκοτάδι
να με σφίξεις τρελλά
Έλα μόνο για λίγο
κι’ ας χανόσουν μετά ].
Παύλο είμαι πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη και θυμάμαι που σαν σήμερα μαζευόμαστε όλη η οικογένεια, πρώτα τα παιδιά μας και μετά τα εγγόνια μας, το βράδυ των γενεθλίων, έσβηνα τα κεριά, με γέλια απ’ όλους πάνω στην τούρτα που ’χα φτιάξει. Εσύ Παύλο άνοιγες την παγωμένη σαμπάνια, πάντα να κάνει μεγάλο κρότο, τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μ’ ευχές και τραγούδια. Μετά καθόμαστε όλοι μαζί στο στρωμένο με τ’ άσπρο κεντημένο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα τραπεζομάντιλο κι εγώ με τη βοήθεια της κόρης μας σέρβιρα τα παραδοσιακά φαγητά. Απόψε Παύλο θα τους καταπλήξω όλους. Έχω μάθει συνταγές από μια δημοσιογράφο την Κοχυλά, που τις δημοσιεύει στον Ταχυδρόμο, με νέες συνταγές στα παραδοσιακά φαγητά της παραμονής, όχι τόσο για τους δικούς μας, αλλά για το φίλο μου τον Παύλο και τη μητέρα του.
Παύλο είσαι πάντα δίπλα, πλάι μου το νιώθω όπου κι αν πάω. Ξέρω ότι εκεί ψηλά που είσαι ανάμεσα στους αγγέλους με προσέχεις και με φροντίζεις όπως έκανες πάντα. Μαζί σου έζησα μεγάλες στιγμές χαράς κι ευτυχίας. Ήσουν πάντα δίκαιος, βοηθούσες τους ανήμπορους με τις νομικές σου γνώσεις, σπουδαίος σύζυγος, πάντα με το χαμόγελο ακούραστος και καθοδηγητής πατέρας, σπουδαίος επιστήμονας και θαυμάσιος εραστής. Παύλο για μένα ήσουν ο πρώτος και μοναδικός άνδρας που γνώρισα στη ζωή μου. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου να προσέξω άλλον άνδρα. Η σκέψη μου, η καρδιά μου, το σώμα μου, από τότε που σε γνώρισα ανήκουν σε σένα μέχρι το τέλος της ζωής μου. Παύλο θυμάμαι τα λόγια σου, μου έλεγες: « η αγάπη, Αμαλία, βρίσκεται στο σεβασμό του άλλου. Να καταλαβαίνεις ότι είναι διαφορετικός από σένα κι ότι δε μπορεί να τον κάνεις ό,τι θέλεις εσύ, έτσι μπορεί να υπάρξει αρμονία στο ζευγάρι ». Εμείς, επειδή ο ένας δεν επέβαλε τη γνώμη του στον άλλο, ζήσαμε αρμονικά κι ευτυχισμένα.
[ Σηκώνεται, πηγαίνει στο ραδιόφωνο, το ανοίγει.
Η μουσική γεμίζει το χώρο. Κάνει μικρές βόλτες, βγαίνει έξω στη βεράντα και λέει στο Σωκράτη ].
Σωκράτη άκου Μάνο Χατζηδάκη, άκου μουσική ενός μεγάλου, ίσως του μεγαλύτερου της σύγχρονης Ελλάδας, ακούγοντας την νομίζεις ότι βρίσκεσαι σ’ ένα λιβάδι με αγριολούλουδα που φυσάει ελαφρό αεράκι. Αυτά κουνάνε τα κεφαλάκια, ακούγεται ο ήχος τους, τέτοια είναι η μουσική του Χατζηδάκη.
[ Μπαίνει μέσα στο σπίτι σιγοτραγουδώντας,
κάθεται στη μεγάλη πολυθρόνα αναπαυτικά ].
Αφηγητής: Η μουσική με παλιά ωραία τραγούδια γεμίζει το χώρο. Η Αμαλία γοητευμένη από την πανδαισία της μουσικής κλείνει τα μάτια χαμογελώντας και κουνάει τα χέρια της σαν να χορεύει. Ακούγοντας το τραγούδι « Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη », η Αμαλία σαν να ξύπνησε από ένα ωραίο όνειρο, ανοίγει τα μάτια της.
Αμαλία: Παύλο αγάπη μου το τραγούδι σου, το τραγούδι που σου άρεσε πολύ. Το τραγουδούσε ο Τώνης Μαρούδας στην ταινία « Το παιδί και το δελφίνι » με πρωταγωνιστές την πανέμορφη Σοφία Λόρεν και τον κατάξανθο Άλαν Λαντ. Με το τραγούδι αυτό ήλθαμε κοντά ο ένας στον άλλο. Παραμονή Χριστουγέννων το βράδυ, με μια πανσέληνο ολοστρόγγυλη, η μητέρα μου επειδή τελείωσα το Πανεπιστήμιο μου έκανε ένα μικρό πάρτι. Φώναξε την ξαδέρφη μου τη Σοφία κι άλλες δύο φίλες της με τις κόρες τους. Εγώ της είπα να καλέσει τη χήρα μητέρα σου κι εσένα. Η μητέρα μου είχε αντιληφθεί ότι μου άρεσες και δεν μου χάλασε το χατίρι.
Θυμάμαι Παύλο καθόμουνα στη φαρδιά πολυθρόνα κι εσύ απέναντι, οι ματιές μας συναντήθηκαν πολλές φορές, μου χαμογέλασες ευγενικά. Εγώ ένιωθα ευτυχισμένη που σε είχα απέναντι, δίπλα μου, είχα αρχίσει να κοκκινίζω. Στο πικ-απ μπήκε ο δίσκος με το τραγούδι « Τι είναι αυτό που το λένε Αγάπη », μάλλον το έβαλε η ξαδέλφη μου η Σοφία που ήξερε τον μυστικό έρωτά μου για σένα. Θυμάμαι Παύλο σηκώθηκες, ήλθες μπροστά μου, υποκλίθηκες ελαφρά και μ’ ευγενική φωνή που μου άρεσε πολύ, μου είπες:
Παύλος: [ από το ημίφως ] :
Δεσποινίς Αμαλία μου χαρίζεται αυτό το χορό; Το τραγούδι αυτό το αγαπώ πολύ.
Αμαλία: Ευχαρίστως κ. Παύλο.
[ Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα με χάρη, φτιάχνει το φόρεμά της,
απλώνει τα χέρια σαν να έχει ταίρι κι αρχίζει σιγά – σιγά να χορεύει, γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι ευτυχισμένη ]
Από το ημίφως ακούγεται: Δεσποινίς Αμαλία αυτό το τραγούδι μιλάει για την πρώτη αγάπη, για τον έρωτα, πως δύο άνθρωποι συναντιόνται τυχαία, ερωτεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.
Αμαλία: [συνεχίζει να χορεύει, να μιλάει μόνη της]:
Ευχαριστώ πολύ για το χορό κ. Παύλο, είστε σπουδαίος χορευτής, χορεύετε θαυμάσια.
Παύλος: [πάλι από το ημίφως] :
Είστε καλά Δεσποινίς Αμαλία; Τρέμετε λίγο.
Αμαλία: Μου ’σφιξες τότε το χέρι Παύλο, αμέσως κατάλαβα το αίμα σου το ζεστό, το καυτό, να διαπερνάει το δικό μου, να μπαίνει σ’ όλο μου το σώμα. Ο έρωτας να κυριαρχεί σ’ όλο το σώμα, την καρδιά μου να κτυπά δυνατά σαν να πάει να σπάσει.
[ Συνεχίζει να χορεύει. Κάποια στιγμή η Αμαλία βγάζει μια κραυγή πόνου, βάζει τα δύο της χέρια στην καρδιά, με κόπο φθάνει στην πολυθρόνα, ξαπλώνει, κλείνει τα μάτια και με κόπο λέει ]:
Αμαλία: Παύλο έρχομαι κοντά σου, έρχομαι κοντά σου, σ’ αγαπώ.
Αφηγητής: Οι γιατροί της είχαν πει να αποφεύγει τις μεγάλες συγκινήσεις. Εκπληρώθηκε η επιθυμία της να πεθάνει, χορεύοντας με τον άνδρα της.
[ Σιγά – σιγά σβήνει η μουσική ].
Σχόλια (0)