Οι φίλοι δεν μας ξεχνούν, μας γράφουν κι έτσι νιώθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον…
Πήρα χθες το ακόλουθο μήνυμα και τις δυο πρώτες φωτογραφίες στο impox. Γεμάτο τρυφερότητα και αγάπη: Σας γράφω από τον υπολογιστή του Λεωνίδα γιατί εγώ δεν ξέρω να στείλω φωτογραφίες. (Κι ωστόσο τα κατάφερε…) Μια πνοή δροσιάς από το νησί μου, την Άνδρο, Είναι η παραλία του Άχλα. Ρίχνοντας μια ματιά στον τοίχο του άνδρα της είδα πολλές φωτογραφίες από αυτή τη συγκεκριμένη παραλία… Και γέμισε η καρδιά μου θάλασσα…
Κι αυτά τα υπέροχα λουλούδια από εκείνην τα πήρα με αυτή τη σημείωση: Το άρωμα των λουλουδιών - των δένδρων τα θροΐσματα - κι ο παφλασμός του κύματος, σας στέλλουν χαιρετίσματα… Δήμητρα. Την ευχαρίστησα… Ήταν μια υπέροχη κίνηση, ευαίσθητη, όμορφη, καλοκαιρινή σε μια εποχή που η Αθήνα «καίγεται» από τη ζέστη κι εμείς κάνουμε τα όποια μικρά η μεγάλα σχέδια για μια απόδραση εκτός κέντρου…
Ύστερα το έψαξα λίγο το πράγμα. Και βρήκα πολλές φωτογραφίες και κείμενα. Ένα όμως μου άρεσε περισσότερο. Είναι του Γιώργου Λιάλιου συναδέλφου μου, κάποτε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, νέου παιδιού που γράφει με αγάπη για τον τόπο του: Θυμάρι και ρίγανη. Η μυρωδιά να μπαίνει βαθιά στα πνευμόνια μου, να με ξυπνά. Ο αέρας. Να σφυρίζει όλη τη νύχτα στα παράθυρα, να σβήνει τους θορύβους. Οι δροσερές πεζούλες και οι ξερολιθιές. Τα κελαρυστά νερά και η ομίχλη μέσα στο κατακαλόκαιρο.
Η δική μου Άνδρος είναι η διαδρομή από τα βάθη της κοιλάδας προς τ’ Άχλα. Το μονοπάτι που ξεκινά από το σπίτι των θείων μου και προχωρά παράλληλα με το πλατανόδασος και το ποτάμι. Τοίχος από σχιστόλιθους και από τις δύο πλευρές, πουρνάρια και σχίνα να προσφέρουν σκιά κάθε τόσο. Τα τζιτζίκια να σε ξεκουφαίνουν, ο αέρας να σε δροσίζει. Και, όταν φθάνεις στον «κάμπο», να ανοίγεται σιγά-σιγά μπροστά σου η παραλία: πρώτα ακούς τη θάλασσα και μετά τη βλέπεις. Κάθεσαι δύο λεπτά στην αυλή του Άη Νικόλα και τη χαζεύεις, δε χωρά το μυαλό τόση ομορφιά.
Ξέρεις, δεν θέλω να πάω πια, φοβάμαι το στρατό των κοσμικών, με ενοχλούν τα τζιπ επάνω στις αμμοθίνες, τα τζετ σκι, τα φουσκωτά αραγμένα επάνω στο κύμα, η αυθαίρετη καντίνα και το στέγαστρο που κάποιος έξυπνος έβαλε στη μικρή παραλία που πάντα πήγαινα κάτω από τον Άη Νικόλα, «αποκλειστικά για τους πελάτες του ξενοδοχείου». Όσο μεγαλώνω, θέλω να πηγαίνω περισσότερο στη Βουρκωτή. Να περπατώ με τη γυναίκα και τα παιδιά μου στα μονοπάτια της, να ρουφήξω λαίμαργα τις μυρωδιές της και τους ήχους της.
Να επισκεπτόμαστε τις λιγοστές θείες που έχουν απομείνει και να μας κερνούν αμυγδαλωτά και γλυκό ρόδο. Θέλω να έχουν κι τα παιδιά μου αναμνήσεις από την Άνδρο. Να μείνουμε στο χωριό ένα βράδυ, αλήθεια, έχω τόσα χρόνια να το κάνω! Να δούμε την ομίχλη να κατεβαίνει σαν πέπλο, να τυλίγει όλο το χωριό σαν ένα θολό σεντόνι και να κρυώνουμε μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Όσο μεγαλώνω θέλω να ακούω περισσότερες ιστορίες από τη μητέρα μου για το νησί. Να βυθίζομαι στις περιγραφές της, στις ιστορίες με ναυτικούς που έφαγαν τη ζωή τους στις θάλασσες όπως ο παππούς και οι θείοι μου και καπετάνισσες που «ανέστησαν» μόνες μια αγκαλιά παιδιά, όπως η γιαγιά μου.
Να ταξιδεύω σε μια εποχή που, ειδικά στη Βουρκωτή, μπορείς ακόμα να τη δεις μπροστά σου κι ας πέρασαν 40 και 50 χρόνια. Όσο μεγαλώνω, θέλω όλο και περισσότερο να διατηρηθεί ανέπαφη η Άνδρος που αγαπάω, να τη ζήσουν τα παιδιά μου και τα παιδιά τους. Και φοβάμαι, όλο και περισσότερο, πως αυτοί που την έχουν στα χέρια τους δεν τη νοιάζονται αρκετά. Αχ, βρε Δήμητρα και Γιώργο, μου φτιάξατε τη μέρα σήμερα… Σας ευχαριστώ από καρδιάς… Με κάνατε να δω με ακόμα πιο όμορφο μάτι την πανέμορφη Άνδρο… Να είστε καλά…
Σχόλια (0)